τελεσίγραφο

From LSJ

πενία μόνα τὰς τέχνας ἐγείρει → poverty alone promotes skilled work, necessity is the mother of invention, necessity is the mother of all invention, poverty is the mother of invention, out of necessity comes invention, out of necessity came invention, frugality is the mother of invention

Source

Greek Monolingual

το, Ν
1. τελικό έγγραφο που δεν επιδέχεται καμία μεταβολή
2. (νομ.) έγγραφη προειδοποίηση ενός κράτους προς άλλο κράτος ή ομάδας ή οργανισμού κρατών προς κράτος ή ομάδα κρατών με το οποίο απαιτείται από τη δεύτερη πλευρά να λάβει ορισμένα μέτρα, συνήθως μέσα σε ορισμένα χρονικά πλαίσια, διότι σε περίπτωση που δεν συμμορφωθεί θα εφαρμοστούν σε βάρος του εξαναγκαστικά μέτρα, ακόμη και κήρυξη πολέμου
3. μτφ. αυστηρή και ιταμή προειδοποίηση και αξίωση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τελεσι- (βλ. λ. τέλος) + -γραφο (< γράφω), πρβλ. υστερό-γραφο. Η λ. αποτελεί απόδοση του λατ. ultimatum και μαρτυρείται, στον λόγιο τ. τελεσίγραφον, από το 1889 στο Λεξικόν Ελληνογαλλικόν του Ν. Κοντοπούλου].