τελεσσίγονος
μέτρον γὰρ τοῦ βίου τὸ καλόν, οὐ τὸ τοῦ χρόνου μῆκος → for life's measure is its beauty not its length (Plutarch, Consolatio ad Apollonium 111.D.4)
English (LSJ)
τελεσσίγονον, Ep. for Τελεσίγονος,
A perfecting or completing the birth, Nonn. D. 48.827, al.
II perfectly grown, full ripe, καρποί Orph.H.53.10.
German (Pape)
[Seite 1085] poet. = τελεσίγονος, die Frucht od. die Geburt vollbringend, zeitigend, θέαινα Nonn. D. 8, 179.
Greek (Liddell-Scott)
τελεσσίγονος: -ον, Ἐπικ. ἀντὶ τελεσίγονος, ὁ τελειώνων ἢ συμπληρῶν τὴν γέννησιν, τὸν τοκετόν, Νόνν. Δ. 48. 827, κλπ. ΙΙ. ὁ τελείως αὐξηθείς, τελείως ὥριμος, καρποὶ Ὀρφ. Ὕμν. 53. 10.
Greek Monolingual
και επικ. τ. τελεσίγονος, -ον, Α
1. αυτός που γεννάει την κατάλληλη εποχή ή αυτός που παράγει ώριμους καρπούς
2. ο εντελώς ώριμος («τελεσσίγονοι καρποί», Ορφ. Ύμν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τελεσ- του τέλος + -γονος (< γόνος < γίγνομαι), πρβλ. ὀρεσσί-γονος, με διπλασιασμό του -σ- για διευθέτηση μετρικών αναγκών].