τεταρταίος
Sunt verba voces quibus hunc lenire dolorem possis, magnam morbi deponere partem → Words will avail the wretched mind to ease and much abate the dismal black disease.
Greek Monolingual
-α, -ο / τεταρταῖος, αία, -ον, ΝΜΑ, και αιολ. και δωρ. τ. αρσ. τετόρταιος, Α
1. αυτός που γίνεται κάθε τέσσερεις μέρες («τεταρταῖον ρῖγος», πάπ.)
2. το αρσ. ως ουσ. ο τεταρταίος
(στη νεοελλ. με ή χωρίς τη λ. πυρετός) ιατρ. μορφή ελονοσίας που εκδηλώνεται με πυρετικούς παροξυσμούς κάθε τέταρτη ημέρα, οπότε, συντελείται η σχιζογονία του ελοπαρασίτου
αρχ.
1. αυτός που πράττει, που ενεργεί ή που γίνεται, που συμβαίνει την τέταρτη μέρα (α. «ἀφικνεῖσθαι τεταρταίους», Πλάτ.
β. «ἐπεὰν τριταῖαι ἤ τεταρταῖαι γένωντας», Ηρόδ.)
2. το θηλ. ως ουσ. ἡ τεταρταίη
η τέταρτη ημέρα
3. φρ. «τεταρταίῳ πονεῖσθαι» — το να καταλαμβάνεται κανείς από πυρετικούς παροξυσμούς κάθε τέταρτη μέρα (Ιπποκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τέταρτος + κατάλ. -αῖος. Ο τ. τετορταῖος, με αντιπροσώπευση του φωνηεντικού -ρ- ως -ορ- στην αιολ. διάλ. (πρβλ. τέτορες, βλ. λ. τέσσερεις)].