τηρητικός
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
English (LSJ)
τηρητική, τηρητικόν,
A observant, Str.3.5.8; ἀκολουθία S.E.M.8.288, cf. Anon.Lond.36.49; τ. αἵρεσις, τ. ἄνδρες, = ἐμπειρική (-κοί), Gal. Sect.Intr.1.
2 Pass., needing to be observed, D.L.9.108. Adv. τηρητικῶς = by observation, S.E.M.5.70.
3 retaining, βωμὸς τ. θυσιῶν Ph.2.151; preservative, Ar.Did.Epit.33; τοῦ ὑγιαίνειν Sor.1.42; φύσεων Theol.Ar.5.
German (Pape)
[Seite 1108] bewahrend, beobachtend, auch was beobachtet werden muß; Strab. 3, 5, 8; D. L. 9, 108; im adv., Sext. Emp. adv. astrol. 70.
Russian (Dvoretsky)
τηρητικός:
1 наблюдательный, внимательный (ἀκολουθία Sext.);
2 подлежащий исполнению: τὰ βιωτικὰ καὶ τηρητικά Diog. L. жизненные необходимости.
Greek (Liddell-Scott)
τηρητικός: -ή, -όν, παρατηρητικός, ἀκολουθία Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 8. 288. 2) Παθ., ὁ ἔχων χρείαν τηρήσεως, Διογ. Λ. 9. 108. ― Ἐπίρρ. -κῶς, διὰ παρατηρήσεως, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 5. 70.
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α [τηρῶ (Ι)]
1. παρατηρητικός («τηρητικοὶ ὄντες τὰ μὲν συμβαίνοντα οὐκ εἶδον», Στράβ.)
2. (φιλοσ.) ο σχετικός με την εμπειρική σχολή («τηρητικοὶ ἄνδρες» — οι εμπειρικοί, Γαλ.)
3. αυτός που συντηρεί, που διατηρεί («βωμὸς τηρητικὸς θυσιῶν», Φίλ.)
4. εκείνος που έχει ανάγκη συντήρησης και προστασίας («πῶς δονήσεται βιοῦν δογματικὸς ζητήσεων ἀπέχων, οὐ περὶ τῶν βιοτικῶν καὶ τηρητικῶν;», Διογ. Λαέρ.)
5. προφυλακτικός.