τηρητικός
Ὅτι οὐδὲν ἧττον τὰ αὐτὰ ποιήσουσι, κἂν σὺ διαρραγῇς → You may break your heart, but men will still go on as before
English (LSJ)
τηρητική, τηρητικόν,
A observant, Str.3.5.8; ἀκολουθία S.E.M.8.288, cf. Anon.Lond.36.49; τ. αἵρεσις, τ. ἄνδρες, = ἐμπειρική (-κοί), Gal. Sect.Intr.1.
2 Pass., needing to be observed, D.L.9.108. Adv. τηρητικῶς = by observation, S.E.M.5.70.
3 retaining, βωμὸς τ. θυσιῶν Ph.2.151; preservative, Ar.Did.Epit.33; τοῦ ὑγιαίνειν Sor.1.42; φύσεων Theol.Ar.5.
German (Pape)
[Seite 1108] bewahrend, beobachtend, auch was beobachtet werden muß; Strab. 3, 5, 8; D. L. 9, 108; im adv., Sext. Emp. adv. astrol. 70.
Russian (Dvoretsky)
τηρητικός:
1 наблюдательный, внимательный (ἀκολουθία Sext.);
2 подлежащий исполнению: τὰ βιωτικὰ καὶ τηρητικά Diog. L. жизненные необходимости.
Greek (Liddell-Scott)
τηρητικός: -ή, -όν, παρατηρητικός, ἀκολουθία Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 8. 288. 2) Παθ., ὁ ἔχων χρείαν τηρήσεως, Διογ. Λ. 9. 108. ― Ἐπίρρ. -κῶς, διὰ παρατηρήσεως, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 5. 70.
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α [τηρῶ (Ι)]
1. παρατηρητικός («τηρητικοὶ ὄντες τὰ μὲν συμβαίνοντα οὐκ εἶδον», Στράβ.)
2. (φιλοσ.) ο σχετικός με την εμπειρική σχολή («τηρητικοὶ ἄνδρες» — οι εμπειρικοί, Γαλ.)
3. αυτός που συντηρεί, που διατηρεί («βωμὸς τηρητικὸς θυσιῶν», Φίλ.)
4. εκείνος που έχει ανάγκη συντήρησης και προστασίας («πῶς δονήσεται βιοῦν δογματικὸς ζητήσεων ἀπέχων, οὐ περὶ τῶν βιοτικῶν καὶ τηρητικῶν;», Διογ. Λαέρ.)
5. προφυλακτικός.