παρατηρητικός
Ἀναξαγόρας δύο ἔλεγε διδασκαλίας εἶναι θανάτου, τόν τε πρὸ τοῦ γενέσθαι χρόνον καὶ τὸν ὕπνον → Anaxagoras used to say that we have two teachers for death: the time before we were born and sleep | Anaxagoras said that there are two rehearsals for death: the time before being born and sleep
English (LSJ)
παρατηρητική, παρατηρητικόν, good at observing, Dsc. Ther.Praef., Ptol. Tetr. 4 (Comp.). Adv. παρατηρητικῶς = by observation, ibid., Procl. in Cra. p.74 P.
German (Pape)
[Seite 503] ή, όν, zum Beobachter od. zum Beobachten, Bemerken gehörig, Sp., wie Ptolem., auch adv.
Greek (Liddell-Scott)
παρατηρητικός: -ή, -όν, ὁ ἔμπειρος εἰς τὸ παρατηρεῖν, τῶν ἄστρων Πρόκλ. παράφρασις Πτολ. 94. - Ἐπίρρ., -κῶς, διὰ παρατηρήσεως, Πτολ. Τετράβ. 111, κτλ.
Greek Monolingual
-ή, -ό / παρατηρητικός, -ή, -όν, ΝΑ παρατηρητής·
αυτός που έχει την ικανότητα να παρατηρεί, ο ικανός να ενεργεί παρατηρήσεις, οξυδερκής, διορατικός
νεοελλ.
αυτός που εκδηλώνει παρατήρηση ή επίκριση, επικριτικός, αποδοκιμαστικός («παρατηρητικό ύφος»).
επίρρ...
παρατηρητικῶς Α
με παρατήρηση, με έρευνα, ερευνητικά.