τορνόομαι

From LSJ

Κύριε, βοήθησον τὸν δοῦλον σου Νῖλον κτλ. → Lord, help your slave Nilos ... (mosaic inscription from 4th-cent. church in the Negev)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τορνόομαι Medium diacritics: τορνόομαι Low diacritics: τορνόομαι Capitals: ΤΟΡΝΟΟΜΑΙ
Transliteration A: tornóomai Transliteration B: tornoomai Transliteration C: tornoomai Beta Code: torno/omai

English (LSJ)

mark off with the τόρνος, make round, τορνώσαντο σῆμα they rounded off the barrow, Il.23.255; ὅσσον τίς τ' ἔδαφος νηὸς τορνώσεται large as the bottom of a ship which a man shall round off, with allusion to the round shape of a merchant vessel (cf. γαῦλος), opp. to a ship of war, Od.5.249, cf. D.P.1170, Tryph.64.—Act. τορνῶσαι· περιγράψαι, κυκλῶσαι, Hsch., who also has Pass. τορνοῦμαι δὲ πρὸς μέτρον· ἀντὶ τοῦ περιγράφομαι (perhaps a Trag. fragment).

French (Bailly abrégé)

-οῦμαι;
f. τορνώσομαι, ao. ἐτορνωσάμην;
arrondir : τ. σῆμα IL donner une forme arrondie à une sépulture (à un tumulus) ; τ. ἔδαφος νηός OD donner une forme circulaire à la base d'un navire (de commerce, par opp. à la forme allongée des vaisseaux de guerre).
Étymologie: τόρνος.

Russian (Dvoretsky)

τορνόομαι: придавать круглую форму, делать круглым (σῆμα, ἔδαφος νηός Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

τορνόομαι: ἀποθετ., σημειώνω ἢ χαράττω διὰ τοῦ τόρνου (διαβήτου), ποιῶ στρογγύλον, τορνώσαντο σχῆμα, ἔκαμαν τὸν τύμβον στρογγύλον, Ἰλ. Ψ. 255· ὅσσον τίς τ’ ἔδαφος νηὸς τορνώσεται, ὅσον τις κατασκευάσει τορνοειδές, δηλ. στρογγύλον τὸ κατώτατον κύτος φορτηγοῦ πλοίου καὶ οὐχὶ κατὰ τὰς λεγομένας μακρὰς ναῦς δηλ. τὰς πολεμικάς, τόσον, κτλ. (πρβλ. γυαλός), Ὀδ. Ε. 249, πρβλ. Διον. Π. 1170, Τρυφιόδ. (ὀρθότ. Τριφ-) 64. - Τὸ ἐνεργ. τορνοῦν ἀταρπιτόν, ἐν Κραμήρου Παρισ. Ἀν. τ. 4, 290, πρβλ. Ἡσύχ. ἐν λέξ. τορνῶσαι καὶ τορνώσας.

Greek Monotonic

τορνόομαι: αποθ., σημειώνω ή χαράσσω με τον τόρνον, κάνω κάτι στρογγυλό, τορνώσαντο σῆμα, έκαναν τον τύμβο στρογγυλό, σε Ομήρ. Ιλ.· ὅσσοντίς τ' ἔδαφος νηὸς τορνώσεται, μεγάλο όπως το κάτω μέρος του πλοίου, το οποίο πρέπει κάποιος να κατασκευάσει στρογγυλό, με έμμεση παραπομπή στο στρογγυλό σχήμα του εμπορικού σκάφους (πρβλ. γαυλός), σε Ομήρ. Οδ.

Middle Liddell

τορνόομαι,
Dep. to mark off with the τόρνος, to make round, τορνώσαντο σῆμα they rounded off the barrow, Il.; ὅσσον τίς τ' ἔδαφος νηὸς τορνώσεται large as the bottom of a ship which a man shall round off, with allusion to the round shape of a merchant-vessel (cf. γαυλόσ), Od.