τρισάλαστος

From LSJ

αἰθὴρ δ᾽ ἐλαφραῖς πτερύγων ῥιπαῖς ὑποσυρίζει (Aeschylus, Prometheus Bound 126) → The bright air fanned | whistles and shrills with rapid beat of wings.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρῐσάλαστος Medium diacritics: τρισάλαστος Low diacritics: τρισάλαστος Capitals: ΤΡΙΣΑΛΑΣΤΟΣ
Transliteration A: trisálastos Transliteration B: trisalastos Transliteration C: trisalastos Beta Code: trisa/lastos

English (LSJ)

[ᾰλ], ον, thrice-accursed, AP12.137 (Mel.), APl.4.265.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
trois fois exécrable.
Étymologie: τρίς, ἄλαστος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

τρισάλαστος -ον [τρίς, ἄλαστος] driedubbel vervloekt.

German (Pape)

das verstärke ἄλαστος, Mel. 72 (XII.137).

Russian (Dvoretsky)

τρῐσάλαστος: трижды, т. е. крайне ненавистный Anth.

Greek Monolingual

-ον, Α
ελεεινότατος, τρισκαταραμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επιτατ. τρισ-/τρι- + ἄλαστος «άθλιος, καταραμένος»].

Greek Monotonic

τρισάλαστος: -ον, τρισάθλιος, τρεις φορές βασανισμένος, σε Ανθ.

Greek (Liddell-Scott)

τρισάλαστος: -ον, τρισάθλιος, κακάγγελε, νῦν τρισάλαστε Ἀνθ. Π. 12. 137.

Middle Liddell

τρισ-άλαστος, ον,
thrice-tormented, Anth.