τρισχιδής
From LSJ
τὸ λακωνίζειν πολὺ μᾶλλόν ἐστιν φιλοσοφεῖν ἢ φιλογυμναστεῖν → to behave like a Lacedaemonian is much more to love wisdom than to love gymnastics (Plato, Protagoras 342e6)
English (LSJ)
τρισχιδές, cloven in three, Xenophon Medicusap.Orib.45.11.3, Antyll. ap. eund.45.18.22. Adv. τρισχιδῶς Dosith.p.412 K.
Greek (Liddell-Scott)
τρισχῐδής: -ές, ὁ εἰς τρία ἐσχισμένος, Ὀρειβάσ. σ. 42, 53, ἔκδ. Mai.
Greek Monolingual
-ές, ΝΜΑ
σχισμένος στα τρία, διαιρεμένος στα τρία
νεοελλ.
φρ. «τρισχιδές νεφέλωμα»
αστρον. λαμπρό, διάχυτο νεφέλωμα, που βρίσκεται μέσα στα όρια του αστερισμού του Τοξότη, που απέχει από τη Γη μερικές χιλιάδες έτη φωτός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + -σχιδής (< σχίζω), πρβλ. πολυσχιδής].