Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt
-ον, ΜΑ
αυτός που χύνεται σαν υγρό («ὑγρόχυτος ὄμβρος», Νόνν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑγρός + -χυτος (< χυτός < χέω), πρβλ. κηρόχυτος, υδρόχυτος].