υγρόχυτος

From LSJ

Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt

Menander, Monostichoi, 249

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
αυτός που χύνεται σαν υγρόὑγρόχυτος ὄμβρος», Νόνν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑγρός + -χυτος (< χυτός < χέω), πρβλ. κηρόχυτος, υδρόχυτος].