φάραγγα
From LSJ
Αὐρήλιοι... πατρὶ... καὶ μητρὶ... μνήμης χάριν → The Aurelii, in memory of their father and mother (inscription from Aizonai, Phrygia)
Greek Monolingual
η / φάραγξ, -αγγος, ΝΑ, και φάραγγας, ο, Ν
το φαράγγι
αρχ.
1. (κατ' επέκτ.) κάθε εδαφική κοιλότητα, όπως λ.χ. το σπήλαιο
2. μτφ. α) άνθρωπος πλεονέκτης
β) ο πρωκτός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανάγεται στη συνεσταλμένη βαθμίδα bhŗ- της ΙΕ ρίζας bher- «κόβω, τρυπώ» (βλ. λ. φάρος [III] «άροτρο») και έχει σχηματιστεί με έρρινο εκφραστικό επίθημα -αγγ- (πρβλ. σῆραγξ)].