φάραγγα

From LSJ

ἀκίνδυνοι δ' ἀρεταὶ οὔτε παρ' ἀνδράσιν οὔτ' ἐν ναυσὶ κοίλαις τίμιαι → but excellence without danger is honored neither among men nor in hollow ships

Source

Greek Monolingual

η / φάραγξ, -αγγος, ΝΑ, και φάραγγας, ο, Ν
το φαράγγι
αρχ.
1. (κατ' επέκτ.) κάθε εδαφική κοιλότητα, όπως λ.χ. το σπήλαιο
2. μτφ. α) άνθρωπος πλεονέκτης
β) ο πρωκτός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανάγεται στη συνεσταλμένη βαθμίδα bhŗ- της ΙΕ ρίζας bher- «κόβω, τρυπώ» (βλ. λ. φάρος [III] «άροτρο») και έχει σχηματιστεί με έρρινο εκφραστικό επίθημα -αγγ- (πρβλ. σῆραγξ)].