φαλαγγομαχέω

From LSJ

τῶν ἁλῶν συγκατεδηδοκέναι μέδιμνον → have eaten a bushel of salt together

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φᾰλαγγομᾰχέω Medium diacritics: φαλαγγομαχέω Low diacritics: φαλαγγομαχέω Capitals: ΦΑΛΑΓΓΟΜΑΧΕΩ
Transliteration A: phalangomachéō Transliteration B: phalangomacheō Transliteration C: falaggomacheo Beta Code: falaggomaxe/w

English (LSJ)

fight in a phalanx; generally, fight in the ranks, opp. ἱππομ-, πυργομ-, X.Cyr.6.4.18, cf. D.S.19.30.

German (Pape)

[Seite 1252] mit, in der Phalanx kämpfen, Xen. Cyr. 6, 4,18.

French (Bailly abrégé)

φαλαγγομαχῶ :
livrer un combat d'infanterie.
Étymologie: φαλαγγομάχης.

Russian (Dvoretsky)

φᾰλαγγομᾰχέω: сражаться фалангами, в пешем строю (ἱππομαχεῖν τε καὶ φ. Xen.).

Greek (Liddell-Scott)

φᾰλαγγομαχέω: μάχομαι ἐν φάλαγγι· καθόλου, μάχομαι ἐν ταῖς τάξεσι τοῦ στρατοῦ, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἱππομ-, πυργομ-, Ξεν. Κύρ. Παιδ. 6. 4, 18. ― φαλαγγομάχης ἐλέφας ἐν Ἀνθ. Παλατ. 9. 285.

Greek Monotonic

φᾰλαγγομᾰχέω: μέλ. -ήσω, μάχομαι σε φάλαγγα· γενικά, μάχομαι στις παρατάξεις του στρατού, σε Ξεν.

Middle Liddell

φᾰλαγγομᾰχέω, fut. -ήσω
to fight in a phalanx; generally, to fight in the ranks, Xen. [from φαλαγγομάχης