φιλονεικῶ
From LSJ
Νέµουσι δ' οἴκους καὶ τὰ ναυστολούµενα ἔσω δόµων σῴζουσιν, οὐδ' ἐρηµίᾳ γυναικὸς οἶκος εὐπινὴς οὐδ' ὄλβιος → They manage households, and save what is brought by sea within the home, and no house deprived of a woman can be tidy and prosperous
Greek Monolingual
και φιλονεικώ / φιλονικῶ και φιλονεικῶ, φιλονεικέω, ΝΜΑ φιλόνικος / φιλόνεικος
1. αγαπώ τις έριδες, μού αρέσει να διαπληκτίζομαι, καβγαδίζω, τσακώνομαι, μαλώνω
αρχ.
1. (με θετ. σημ.) αμιλλώμαι, συναγωνίζομαι
2. προσπαθώ, αγωνίζομαι, πασχίζω («κἄν μυριάκις φιλονεικήσωμεν», Ιω. Χρυσ.)
3. αμφισβητώ («φιλονεικεῖν τὴν ἀκατάληπτον καὶ ἄρρητον τοῦ Θεοῦ πρόνοιαν», Ιωάνν. Χρυσ.)
4. είμαι συνηθισμένος, συνηθίζω να...