Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

φιλονικῶ

From LSJ

Μολὼν λαβέCome and take them

Plutarch, Apophthegmata Laconica 225C12

Greek Monolingual

και φιλονεικώ / φιλονικῶ και φιλονεικῶ, φιλονεικέω, ΝΜΑ φιλόνικος / φιλόνεικος
1. αγαπώ τις έριδες, μού αρέσει να διαπληκτίζομαι, καβγαδίζω, τσακώνομαι, μαλώνω
αρχ.
1. (με θετ. σημ.) αμιλλώμαι, συναγωνίζομαι
2. προσπαθώ, αγωνίζομαι, πασχίζω («κἄν μυριάκις φιλονεικήσωμεν», Ιω. Χρυσ.)
3. αμφισβητώ («φιλονεικεῖν τὴν ἀκατάληπτον καὶ ἄρρητον τοῦ Θεοῦ πρόνοιαν», Ιωάνν. Χρυσ.)
4. είμαι συνηθισμένος, συνηθίζω να...