φιλονικῶ

From LSJ

Ζευχθεὶς γάμοισιν οὐκέτ' ἔστ' ἐλεύθερος → Haud liber ultra est, nuptiae quem vinciunt → Wer durch der Ehe Joch vereint, ist nicht mehr frei

Menander, Monostichoi, 197

Greek Monolingual

και φιλονεικώ / φιλονικῶ και φιλονεικῶ, φιλονεικέω, ΝΜΑ φιλόνικος / φιλόνεικος
1. αγαπώ τις έριδες, μού αρέσει να διαπληκτίζομαι, καβγαδίζω, τσακώνομαι, μαλώνω
αρχ.
1. (με θετ. σημ.) αμιλλώμαι, συναγωνίζομαι
2. προσπαθώ, αγωνίζομαι, πασχίζω («κἄν μυριάκις φιλονεικήσωμεν», Ιω. Χρυσ.)
3. αμφισβητώ («φιλονεικεῖν τὴν ἀκατάληπτον καὶ ἄρρητον τοῦ Θεοῦ πρόνοιαν», Ιωάνν. Χρυσ.)
4. είμαι συνηθισμένος, συνηθίζω να...