φιλοσοφικότητα
From LSJ
Ἕκτορ νῦν σὺ μὲν ὧδε θέεις ἀκίχητα διώκων → Hector, you run in pursuit of something unattainable | Hector, now art thou hasting thus vainly after what thou mayest not attain | Hector, now you are hasting thus vainly after what you may not attain
Greek Monolingual
η, Ν φιλοσοφικός
1. διάθεση ή τάση για φιλοσοφία
2. εγκαρτέρηση, στωικότητα, ψυχικό σθένος, ευψυχία («αντιμετώπισε τη μεγάλη αυτή δοκιμασία με πολλή φιλοσοφικότητα»).