φιλυποψία

From LSJ

Ῥίζα γὰρ πάντων τῶν κακῶν ἐστιν ἡ φιλαργυρίαRoot of all the evils is the love of money (Radix omnium malorum est cupiditas)

The Bible, 1 Timothy, 6:10

German (Pape)

[Seite 1289] ἡ, Neigung, Hang zum Argwohn, zw.

Greek Monolingual

η, Ν
η ιδιότητα του φιλύποπτου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλύποπτος. Η λ., στον λόγιο τ. του πληθ. φιλυποψίαι, μαρτυρείται από το 1896 στην εφημερίδα Ακρόπολις].