φιλόθηλυς
From LSJ
Μεγάλη τυραννὶς ἀνδρὶ πλουσία (τέκνα καὶ) γυνή → Duxisse ditem, servitus magna est viro → Gar sehr tyrannisiert die reiche Frau den Mann
English (LSJ)
υ, loving the female sex or females, Ael.NA2.43.
German (Pape)
[Seite 1280] υ, das weibliche Geschlecht, das Weibchen liebend, Ael. H. A. 2, 43; vgl. Lob. Phryn. p. 536.
French (Bailly abrégé)
υς, υ;
qui aime les femelles, lascif en parl. d'oiseaux.
Étymologie: φίλος, θῆλυς.
Greek (Liddell-Scott)
φῐλόθηλυς: υ, ὁ ἀγαπῶν τὸ θῆλυ φῦλον, τὰς θηλείας τὰς γυναῖκας, Αἰλιαν. περὶ Ζῴων 2. 43, πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύν. 536.
Greek Monolingual
-υ, Α
αυτός που αγαπά πολύ το θηλυκό γένος, που του αρέσουν πολύ τα θηλυκά («ἕκαστος (ἱέραξ) ἐστὶ δεινῶς φιλόθηλυς», Αιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + θῆλυς (πρβλ. ἀρρενόθηλυς)].