φιλόθηλυς

From LSJ

Μεγάλη τυραννὶς ἀνδρὶ πλουσία (τέκνα καὶ) γυνή → Duxisse ditem, servitus magna est viro → Gar sehr tyrannisiert die reiche Frau den Mann

Menander, Monostichoi, 363
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῐλόθηλυς Medium diacritics: φιλόθηλυς Low diacritics: φιλόθηλυς Capitals: ΦΙΛΟΘΗΛΥΣ
Transliteration A: philóthēlys Transliteration B: philothēlys Transliteration C: filothilys Beta Code: filo/qhlus

English (LSJ)

υ, loving the female sex or females, Ael.NA2.43.

German (Pape)

[Seite 1280] υ, das weibliche Geschlecht, das Weibchen liebend, Ael. H. A. 2, 43; vgl. Lob. Phryn. p. 536.

French (Bailly abrégé)

υς, υ;
qui aime les femelles, lascif en parl. d'oiseaux.
Étymologie: φίλος, θῆλυς.

Greek (Liddell-Scott)

φῐλόθηλυς: υ, ὁ ἀγαπῶν τὸ θῆλυ φῦλον, τὰς θηλείας τὰς γυναῖκας, Αἰλιαν. περὶ Ζῴων 2. 43, πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύν. 536.

Greek Monolingual

-υ, Α
αυτός που αγαπά πολύ το θηλυκό γένος, που του αρέσουν πολύ τα θηλυκά («ἕκαστος (ἱέραξ) ἐστὶ δεινῶς φιλόθηλυς», Αιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + θῆλυς (πρβλ. ἀρρενόθηλυς)].