φορμικτής
τὸ πεπρωμένον γὰρ οὐ μόνον βροτοῖς ἄφευκτόν ἐστιν, ἀλλὰ καὶ τὸν οὐρανόν ἔχουσι → fate is unavoidable not only for mortals, but also for those who hold the heavens
English (LSJ)
φορμικτοῦ, Dor. φορμικτάς, ὁ, lyre player, of Orpheus, Pi.P.4.176 (v.l. φορμιγκτάς); of Apollo, Ar.Ra.231 (lyr.); of Arion, AP9.308 (Bianor).
German (Pape)
[Seite 1300] ὁ, dor. φορμικτάς, der Citherspieler, Harfner; Pind. P. 4, 176; Apollon, Ar. Ran. 232; sp. D., wie Bian. 8 (XI, 308).
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
joueur de lyre (Apollon).
Étymologie: φόρμιγξ.
Greek Monolingual
και δωρ. τ. φορμικτάς και δ. τ. φορμιγκτάς, ὁ, Α φορμίζω (II)]
(κυρίως για τον Απόλλωνα) αυτός που παίζει τη φόρμιγγα.
Greek Monotonic
φορμικτής: Δωρ. -τάς, ὁ, αρπιστής, σε Πίνδ., Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
φορμικτής: дор. φορμικτάς, οῦ ὁ играющий на форминге Pind., Arph., Anth.
Middle Liddell
a harper, Pind., Ar.