φρυκτωρέω
Ἢ μὴ γάμει τὸ σύνολον ἢ γαμῶν κράτει → Aut caelebs vive aut dominus uxori tuae → Bleib ledig oder herrsche über deine Frau
English (LSJ)
make fire-signals, Din.Fr.9.5, Onos.25.2:—Pass., ἐφρυκτωρήθησαν νῆες προσπλέουσαι the approach of ships was signalled by beacon fires, Th.3.80.
German (Pape)
[Seite 1311] durch nächtliche Feuer, Fackeln, Lärmfeuer Zeichen geben, Dinarch. bei Harpocr.; πολεμίους, Feinde durch Feuerzeichen anmelden; u. pass., φρυκτωροῦνταί μοι νῆες προσπλέουσαι, es werden mir anrückende Schiffe durch Feuer signalisirt, Thuc. 3, 80.
French (Bailly abrégé)
φρυκτωρῶ :
signaler au moyen de feux nocturnes.
Étymologie: φρυκτωρός.
Russian (Dvoretsky)
φρυκτωρέω: зажигать сигнальные огни: ἐφρυκτωρήθησαν νῆες προσπλέουσαι Thuc. было возвещено сигнальными огнями о прибытии кораблей.
Greek (Liddell-Scott)
φρυκτωρέω: δίδω σημεῖον διὰ πυρσῶν, «φρυκτωρεῖν ἐστι κυρίως τὸ διὰ πυρσῶν ἀνατεινομένων σημαίνειν ὁτιοῦν, Δείναρχος ἐν τῇ Αἰσχίνου συνηγορίᾳ κατὰ Δεινίου» παρ’ Ἁρποκρ. ― Παθ., ἐφρυκτωρήθησαν νῆες προσπλέουσαι, διὰ πυρῶν ἐδόθη σημεῖον ὅτι προσεγγίζουσι πλοῖα, Θουκ. 3. 80.
Greek Monotonic
φρυκτωρέω: μέλ. -ήσω, δίνω σημάδια από φωτιά — Παθ., ἐφρυκτωρήθησαν νῆες προσπλέουσαι, το πλησίασμα των πλοίων δόθηκε με σημεία από φωτιές, σε Θουκ.
Greek Monolingual
φρυκτωρῶ, φρυκτωρέω, ΝΜΑ φρυκτωρός
(στην αρχαιότητα) μεταδίδω σήματα με πυρσούς για συνεννόηση σε μεγάλες αποστάσεις
μσν.-αρχ.
μτφ. φωτίζω («πόθεν ἥλιος φρυκτωρεῖ πάσῃ τῇ οἰκουμένη, καὶ πάσαις ὄψεσι», Γρηγ. Ναζ.).
Middle Liddell
φρυκτωρέω, fut. -ήσω [from φρυκτωρός
to give signals by fire:—Pass., ἐφρυκτωρήθησαν νῆες προσπλέουσαι the approach of ships was signalled by beacon-fires, Thuc.