φυλλοφάγος
Ὥσπερ αὐτοῦ τοῦ ἡλίου μὴ ὄντος καυστικοῦ, ἀλλ' οὔσης ζωτικῆς καὶ ζωοποιοῦ θέρμης ἐν αὐτῷ καὶ ἀπλήκτου, ὁ ἀὴρ παθητικῶς δέχεται τὸ ἀπ' αὐτοῦ ϕῶς καὶ καυστικῶς· οὕτως οὖν ἁρμονίας οὔσης ἐν αὐτοῖς τινὸς καὶ ἑτέρου εἴδους ϕωνῆς ἡμεῖς παθητικῶς ἀκούομεν → Just as although the Sun itself does not cause burning but has a heat in it that is life-giving, life-engendering, and mild, the air receives light from it by being affected and burned, so also although there is a certain harmony and a different kind of voice in them, we hear it by being affected.
Greek Monolingual
-ο, Ν
1. (για ζώα, ιδίως έντομα) αυτός που τρέφεται με φύλλα
2. το αρσ. ως ουσ. ο φυλλοφάγος
ζωολ. γένος κολεόπτερων εντόμων της οικογένειας σκαραβεΐδες της υπόταξης πολυφάγα, τα οποία προσβάλλουν διάφορα φυλλοβόλα δένδρα και κατατρώγουν τα φύλλα τους, προκαλώντας την πλήρη αποφύλλωσή τους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φύλλο + -φάγος. Η λ. μαρτυρείται από το 1892 στην εφημερίδα Εστία. Ως όρος της ζωολ. η λ. είναι αντιδάνειο, πρβλ. νεολατ. phytophaga].