χατεύω
From LSJ
ἤκουσεν ἐν Ῥώμῃ καὶ ἀρσένων ἑταιρίαν εἶναι → he heard that there was also a fellowship of males in Rome (Severius, commentary on Romans 1:27)
English (LSJ)
= χατέω (crave, long, have need of, need, want), Hsch.
German (Pape)
[Seite 1340] = χατέω, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
χᾰτεύω: «χατεύει· χαρίζει. ἐπιθυμεῖ» καὶ «χατεύουσα. χρῄζουσα, δεομένη» Ἡσύχ., πρβλ. χατέω.
Greek Monolingual
Α
(κατά τον Ησύχ.) χατέω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. του ρ. χατέω, κατά τα ρ. σε -εύω (πρβλ. ματέω: ματεύω)].