χατεύω

From LSJ

κατὰ τὸν δεύτερον, φασί, πλοῦν τὰ ἐλάχιστα ληπτέον τῶν κακῶν → we must as second best, as people say, take the least of the evils

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χᾰτεύω Medium diacritics: χατεύω Low diacritics: χατεύω Capitals: ΧΑΤΕΥΩ
Transliteration A: chateúō Transliteration B: chateuō Transliteration C: chateyo Beta Code: xateu/w

English (LSJ)

= χατέω (crave, long, have need of, need, want), Hsch.

German (Pape)

[Seite 1340] = χατέω, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

χᾰτεύω: «χατεύει· χαρίζει. ἐπιθυμεῖ» καὶ «χατεύουσα. χρῄζουσα, δεομένη» Ἡσύχ., πρβλ. χατέω.

Greek Monolingual

Α
(κατά τον Ησύχ.) χατέω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. του ρ. χατέω, κατά τα ρ. σε -εύω (πρβλ. ματέω: ματεύω)].