χλοηφόρος
αἰτῶ δ' ὑγίειαν πρῶτον, εἶτ' εὐπραξίαν, τρίτον δὲ χαίρειν, εἶτ' ὀφείλειν μηδενί → first health, good fortune next, and third rejoicing; last, to owe nought to any man
English (LSJ)
χλοηφόρον, bearing green grass or leaves, γύαι, ἔονεα, E.Ph.647 (lyr.), 653 (lyr.); γῆ Ph.2.494, al.
German (Pape)
[Seite 1359] junge Keime od. Saaten, Gras, Gewächse tragend, γαῖα Eur. Phoen. 650, ἔρνη 656.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui produit de jeunes pousses, qui se couvre de verdure.
Étymologie: χλόη, φέρω.
Russian (Dvoretsky)
χλοηφόρος: производящий зелень, дающий зеленые побеги (ἔρνεα, γαῖα Eur.).
Greek (Liddell-Scott)
χλοηφόρος: -ον, ὁ φέρων χλωρὸν χόρτον ἢ φύλλα χλωρά, γαῖα, ἔρνεα Εὐρ. Φοίν. 647, 653˙ γῆ Φίλων 2. 494, κ. ἀλλ.
Greek Monolingual
-ον, ΜΑ
αυτός που βγάζει χλόη ή χλωρά φύλλα («πεδιάδα εὔχορτον καὶ χλοηφόρον», Φίλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < χλόη + -φόρος].
Greek Monotonic
χλοηφόρος: -ον, αυτός που έχει πράσινη χλόη ή φύλλα, σε Ευρ.