договор
From LSJ
ῥᾴδιον φθείρειν φαρμακεύσεσιν ἢ ἀποτροπαῖς ἢ καὶ κλοπαῖς → easy to spoil by means of sorcery or diverting or theft
Russian > Greek
σπονδή, σπονδά, γραμματεῖον, συγγραφή, ὁμολόγημα, ὁρισμός, διάταξις, ἀρμονία, ἁρμονίη, ἁρμονιά, συνάλλαγμα, σύμβασις, συνημοσύνη, συνθήκη, σύνταξις, διαθήκη, γραφή, συμβόλαιον