заключать
From LSJ
Νόμων ἔχεσθαι (Νόμοις ἕπεσθαι) πάντα δεῖ τὸν σώφρονα → Legibus haerere sapiens debet firmiter → Dem Klugen ist Gesetzestreue stete Pflicht
Russian > Greek
περαίνω, μαντεύομαι, ἁρμόζω, τίθημι, συντελέω, συνάπτω, εἰσέργνυμι, ἐσέργνυμι, σταθμόομαι, συνείργνυμι, ἐναπολαμβάνω, ἐπάγω, καθείργνυμι, κατείργνυμι, κατακλείω, κατακληΐω, κατακλῄω, κατακλάζω, καταζεύγνυμι, καταζευγνύω, σταθμάω, σταθμέω, παρασημαίνω, ἀποσημαίνω, κατοικοδομέω, συμβιβάζω, νυμφαγωγέω, συνέργω, συνείργω, συνεέργω, κατοικίζω, θεωρέω, περιοικοδομέω, λογίζομαι, σημαίνω, ἀπείργω, τεκμαίρομαι, ἐνθυμέομαι, εἰκάζω, σπένδω, συντίθημι, συγκεράννυμι