σπούδασμα
English (LSJ)
σπουδάσματος, τό, thing done with zeal or work done with zeal, pursuit, τὰ ἀνθρώπινα σπουδάσματα Pl.Phdr.249d, cf. Metrod.Herc.831.15; of material works, Arr.An.7.7.7; of literary work, Ph.1.298, S.E.P.3.279.
German (Pape)
[Seite 925] τό, eifrig betriebene Sache, Eifer, Plat. Phaedr. 249 d u. Sp.; ein wichtiger Kunstbau, wie eine Schleuse, Arr. An. 7, 7, 13.
French (Bailly abrégé)
σπουδάσματος (τό) :
1 objet de soin, de zèle;
2 œuvre faite avec soin.
Étymologie: σπουδάζω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σπούδασμα σπουδάσματος, τό σπουδάζω plur. beslommeringen, ernstige bezigheden.
Russian (Dvoretsky)
σπούδασμα: σπουδάσματος τό
1 предмет стремления (τὰ ἀνθρώπινα σπουδάσματα Plat.);
2 произведение, труд: τῶν Πυρρωνείων ὑποτυπώσεων σ. Sext. труд «Пирроновы положения».
Greek (Liddell-Scott)
σπούδασμα: τό, πρᾶγμα ἢ ἔργον γινόμενον μετὰ ζήλου καὶ προθυμίας, ἔργον, τὰ ἀνθρώπινα σπ., Λατ. hominum studia, Πλάτ. Φαῖδρ. 249D· μέγα ἔργον, Ἀρρ. Ἀν. 7. 7, 13, Σέξτ. Ἐμπ. π. Π. 3. 279· ἐπὶ φιλολογικοῦ ἔργου, Εὐσ. Ἐκκλ. Ἱστ. 2. 18.
Greek Monolingual
το, ΝΜΑ, και σπούδαγμα και σπούδαμα, Ν σπουδάζω
καθετί που υπήρξε αντικείμενο ή δημιούργημα σπουδής, προσεκτικής μελέτης και προσπάθειας (α. «και μαθαίνει γράμματα, γράμματα σπουδάματα» β. «ἐξιστάμενος τῶν ἀνθρωπίνων σπουδαγμάτων», Πλάτ.)
νεοελλ.
η επιστημονική συγκρότηση, οι σπουδές
μσν.-αρχ.
1. σοβαρός στόχος, χρέος
2. ζήλος, προσπάθεια.
Greek Monotonic
σπούδασμα: σπουδάσματος, τό (σπουδάζω), αντικείμενο ή εργασία που επιτελείται με ζήλο, επιδίωξη, προσπάθεια, μέλημα, έργο, σε Πλάτ.
Middle Liddell
σπούδασμα, σπουδάσματος, τό, σπουδάζω
a thing or work done with zeal, a pursuit, Plat.