ἀδίαυλος
κρείσσων γὰρ ἦσθα μηκέτ' ὢν ἢ ζῶν τυφλός → thou wert better not alive, than living blind | you were better not alive, than living blind
English (LSJ)
ἀδίαυλον, with no way back, without return, of the nether world, E.Fr.868; Φερσεφόνας ἀδίανλον ὑπὸ.. δόμον Epigr.Gr.244.9 (Cyzicus).
Spanish (DGE)
-ον
de donde no se vuelve, sin retorno del Hades, E.Fr.868, Φερσεφόνας ἀ. δόμος IKyzikos 1.516.10 (II a.C.), cf. CIRB 130.11 (Panticapeo I a./d.C.), Hymn. en GDRK 53.5, ἀτραπός εἰς Ἀΐδα IG 7.2535 (Tebas II/I a.C.), ἡ ἀ. ὁδός IG 9(2).648.11 (Larisa I/II d.C.), cf. SEG 30.273 (Atenas I a./d.C.).
German (Pape)
[Seite 34] ἕδρα, von wo man nicht zurückkehrt, Eur. bei B. A. 344, von der Rennbahn entlehnt.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
sans issue, d'où l'on ne revient pas.
Étymologie: ἀ, δίαυλος.
Russian (Dvoretsky)
ἀδίαυλος: не имеющий выхода, откуда нет возврата (ἕδρα ζοφερά Eur.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀδίαυλος: -ον, ὁ ἄνευ ὁδοῦ πρὸς ἐπιστροφήν, ἄνευ ἐπιστροφῆς, εἰρημένον περὶ τοῦ κάτω κόσμου, Εὐρ. Ἀποσπ. 860· Φερσεφόνας ἀδίαυλον ὑπὸ... δόμον, Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 244. 9.
Greek Monotonic
ἀδίαυλος: -ον, αυτός που δεν έχει δρόμο επιστροφής, λέγεται για τον Άδη, σε Ευρ.