ἑτερογενής
Δημήτριος Γλαύκου προφητεύων ἀνέθηκε τοὺς λαμπαδηφόρους ... καὶ περιραντήρια ... → Demetrius son of Glaukos, being prophet, dedicated torch-bearers ... and lustral basins ...
English (LSJ)
ἑτερογενές,
A of different kinds, τὰ ἑ. Arist.Cat.1b16; of animals, Id.HA601a25; ἑ. ζῷα Ph.2.370; ᾠά Gp.14.7.28; ἐξ ἑτερογενῶν σωμάτων ὑπάρξαι, of Centaurs, D.S.4.8; μόρια, i.e. not paired, Gal.UP16.14.
2 of different kind or race, Demetr. Lac. 1012.36 F., D.T.635.7; [ἑτερότης] ἑ. καὶ ἀλλόφυλος πρὸς αὐτήν Dam.Pr.308; simply, different, πράξεις D.S.1.9. Adv. ἑτερογενῶς, διαφέρειν ἀλλήλων S.E.M.7.361, cf. Nicom.Ar.1.10.
3 of diverse materials, of a garment, Sm.De.22.11: generally, complex, opp. ὁμογενής, Demetr. Lac.1429.2 F.
II Gramm., of different gender, A.D.Conj.243.1 (s.v.l.); ἑτερογενές, τό, change of gender in a constructio ad sensum, Phoeb.Fig.1.5.
German (Pape)
[Seite 1048] ές, von einem andern Geschlechte, einer andern Gattung sein, Arist. Categ. 3, 2; übh. verschiedenartig, τόποι D. Sic. 3, 29, a. Sp. – Bei den Gramm. heißen die Wörter so, welche durch Metaplasmus im plur. ein anderes Geschlecht annehmen. – Adv. ἑτερογενῶς, Nicom. arith. 1, 10; διαφέρουσι Sext. Emp. adv. log. 1, 361.
Russian (Dvoretsky)
ἑτερογενής:
1 разнородный, относящийся к различным родам (ὑγίειαι καὶ νόσοι Arst.; φυτά Plut.);
2 грам. меняющий во множественном числе род (напр., ὁ δάκτυλος - pl. τὰ δάκτυλα) Arst.
Greek (Liddell-Scott)
ἑτερογενής: -ές, ἑτέρου γένους, τὰ ἑτ., ἐπὶ ζῴων, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 18, 1, π. Ζ. Γεν. 1. 18, 24. ΙΙ. τὰ ἑτ., παρὰ γραμμ., ὀνόματα μεταβάλλοντα τὸ γένος αὐτῶν, ὡς δάκτυλος, δάκτυλα κτλ., κατὰ πρῶτον ἴσως ἐν Ἀριστ. Κατηγ. 3. 2. ― Ἐπίρρ. -νῶς, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 7. 361.
Greek Monolingual
-ές (ΑΜ ἑτερογενής, -ές)
1. αυτός που ανήκει σε άλλο γένος («ετερογενή ζώα»)
2. αυτός που ανήκει σε άλλη φυλή, αλλοεθνής
3. αυτός που δεν αποτελείται από τα ίδια στοιχεία ή τις ίδιες ιδιότητες, ο ανάμικτος, ο ανομοιόμορφος («ετερογενές φορτίο»)
4. φρ. γραμμ. «τα ετερογενή ονόματα» — ονόματα που μεταβάλλουν το γένος κατά την κλίση τους (π.χ. ως αρσ. στο εν. και ως ουδ. στον πληθ.: δάκτυλος, δάκτυλοι και δάκτυλα)
νεοελλ.
1. κάθε ον του οποίου τα μέρη παρουσιάζουν ποικίλες διαφορές (ιδίως στην κατασκευή και στη λειτουργία)
2. φρ. α) «ετερογενής προσδιορισμός» — συντακτικός τρόπος κατά τον οποίο ο προσδιορισμός όρου της πρότασης διαφέρει κατά γένος από τη λέξη την οποία προσδιορίζει («το όρος Όλυμπος»)
β) «ετερογενές φως» — φως που αποτελείται από ακτινοβολίες διαφόρων μηκών κύματος
γ) «ετερογενές σώμα» — σώμα που δεν παρουσιάζει σε όλη του την έκταση τις ίδιες φυσικές και χημικές ιδιότητες
αρχ.
1. διάφορος
2. (για ενδύματα) αυτός που έχει κατασκευαστεί με διάφορα υλικά
3. γραμμ. α) αυτός που ανήκει σε διαφορετικό γραμματικό γένος
β) το ουδ. ως ουσ. τὸ ἑτερογενές
η αλλαγή γένους στο σχήμα «κατά το νοούμενον»
4. φρ. «μόρια ετερογενή» — μόρια που δεν συναρμόζονται, αταίριαστα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο αρχ. και μσν. τ. ετερογενής < ετερο- + -γενής (< γένος) πρβλ. αγενής, γηγενής, ενώ ο νεοελλ. τ. είναι αντιδάνειο < αγγλ. heterogenous < hetero- (πρβλ. ετερο-) + -genous (πρβλ. γένος)].