ἀλλοιότροπος

From LSJ

Γελᾷ δ' ὁ μῶρος, κἄν τι μὴ γελοῖον ᾖ → Mens stulta ridet, quando ridendum est nihil → Es lacht der Tor, auch wenn es nichts zu lachen gibt

Menander, Monostichoi, 108
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀλλοιότροπος Medium diacritics: ἀλλοιότροπος Low diacritics: αλλοιότροπος Capitals: ΑΛΛΟΙΟΤΡΟΠΟΣ
Transliteration A: alloiótropos Transliteration B: alloiotropos Transliteration C: alloiotropos Beta Code: a)lloio/tropos

English (LSJ)

prob. l. for ἀλλότροπος, Linusap. Stob.1.10.5; gloss on αἰλότροπος, Hsch.

Spanish (DGE)

-ον de aspecto cambiante glosa a αἰλότροπον Hsch.

German (Pape)

[Seite 104] veränderlich; wenn nicht für beide ἀλλοτρ. zu lesen.

Greek (Liddell-Scott)

ἀλλοιότροπος: ὁ ποικίλος τοὺς τρόπους, ὁ εὐμετάβολος, καὶ ἐπίρρ. -πως, Ἐκκλ.

Greek Monolingual

ἀλλοιότροπος, -ον (Α)
αυτός που συχνά μεταβάλλει φύση διαφορετικός, μεταβαλλόμενος, ευμετάβολος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλλοῖος + τρόπος.
ΠΑΡ. αρχ. ἀλλοιοτροπία, ἀλλοιοτροπῶ].