ἀμαχί
From LSJ
Ἡμερὶ πανθέλκτειρα, μεθυτρόφε, μῆτερ ὀπώρας ... → All-soothing vine, nurse of the wine, vintage's mother ... (Anthologia Palatina 7.24.1)
English (LSJ)
v. ἀμαχεί.
Spanish (DGE)
(ἀμᾰχεί)
• Alolema(s): ἀμαχί Phot.p.88R.
adv. sin lucha οἱ μὲν γὰρ οὐχ ἕξουσιν ἄλλην (γῆν) ἀντιλαβεῖν ἀμαχεί Th.1.143, οὐκ ἀμαχεὶ ταῦτ' ἐγὼ λήψομαι X.An.1.7.9, πολλοὺς ... ἀμαχεὶ διέφθειρε Plb.1.84.7, ἀμαχεὶ Θήβας αἱρήσομεν Polyaen.3.9.20.
German (Pape)
Greek (Liddell-Scott)
ἀμαχί: ἴδε ἐν λέξ. ἀμαχεί.
Greek Monolingual
το (Μ ἀμάχι)
το ενέχυρο, η υποθήκη, η αμάχη, κυρίως στη φράση «βάζω αμάχη ή αμάχι» ενεχυριάζω, υποθηκεύω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ- στερητ. + μάχη κατά το σχήμα ἀλλαγή-ἀλλάγιον > ἀλλάγι].
Greek Monotonic
ἀμᾰχί: βλ. ἀμᾰχεί.