ἀμφιδρυφής
English (LSJ)
ἀμφιδρυφές, (δρύπτω) torn on both sides, ἄλοχος ἀ. a wife who has torn both cheeks, in grief, Il.2.700, Orac. ap. Hdt.6.77.
Spanish (DGE)
(ἀμφιδρῠφής) -ές
arañado en ambas mejillas, ἄλοχος Il.2.700, cf. Orác. en Hdt.6.77.
German (Pape)
[Seite 138] ές, dasselbe, Hom. einmal, ἄλοχος Il. 2, 700, die sich vor Trauer beide Wangen zerkratzt hat; Orac. bei Her. 6, 77.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
déchiré tout autour ou de tous côtés, sur les deux joues LSJ.
Étymologie: ἀμφί, δρύπτω.
Russian (Dvoretsky)
ἀμφιδρῠφής: (в отчаянии) исцарапавший себя, нанесший себе раны (ἄλοχος Hom.): πολλὰς Ἀργείων ἀμφιδρυφέας θεῖναι Her. повергнуть в скорбь многих аргивянок.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμφιδρῠφής: -ές, (δρύπτω, δέδρυφα) = ὁ κατεσχισμένος, ἐσπαραγμένος πανταχόθεν, ἄλοχος ἀμφ. = σύζυγος ἥτις ἐσπάραξεν ἀμφοτέρας αὑτῆς τὰς παρειὰς ἐκ θλίψεως, Ἰλ. Β. 700, Χρησμ. παρ’ Ἡροδ. 6. 77.
English (Autenrieth)
(δρύπτω): with both cheeks torn (from grief), Il. 2.700†.
Greek Monolingual
ἀμφιδρυφής, -ές (Α)
ο σχισμένος και από τις δύο πλευρές, ο ξεσχισμένος από παντού, ο κατασπαραγμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι- + -δρυφής < αρχ. δρύπτω «σχίζω»].
Greek Monotonic
ἀμφιδρῠφής: -ές (δρύπτω), έχοντας σχισμένα και τα δύο μάγουλα κατά τη διάρκεια θρήνου, σε Ομήρ. Ιλ.