ἀμφιδρυφής

From LSJ

Μαστιγίας ἔγχαλκος, ἀφόρητον κακόν → Pecuniosus verbero, malum maximum → Ein reicher Taugenichts, wie unerträglich schlimm

Menander, Monostichoi, 365
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμφιδρῠφής Medium diacritics: ἀμφιδρυφής Low diacritics: αμφιδρυφής Capitals: ΑΜΦΙΔΡΥΦΗΣ
Transliteration A: amphidryphḗs Transliteration B: amphidryphēs Transliteration C: amfidryfis Beta Code: a)mfidrufh/s

English (LSJ)

ἀμφιδρυφές, (δρύπτω) torn on both sides, ἄλοχος ἀ. a wife who has torn both cheeks, in grief, Il.2.700, Orac. ap. Hdt.6.77.

Spanish (DGE)

(ἀμφιδρῠφής) -ές
arañado en ambas mejillas, ἄλοχος Il.2.700, cf. Orác. en Hdt.6.77.

German (Pape)

[Seite 138] ές, dasselbe, Hom. einmal, ἄλοχος Il. 2, 700, die sich vor Trauer beide Wangen zerkratzt hat; Orac. bei Her. 6, 77.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
déchiré tout autour ou de tous côtés, sur les deux joues LSJ.
Étymologie: ἀμφί, δρύπτω.

Russian (Dvoretsky)

ἀμφιδρῠφής: (в отчаянии) исцарапавший себя, нанесший себе раны (ἄλοχος Hom.): πολλὰς Ἀργείων ἀμφιδρυφέας θεῖναι Her. повергнуть в скорбь многих аргивянок.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμφιδρῠφής: -ές, (δρύπτω, δέδρυφα) = ὁ κατεσχισμένος, ἐσπαραγμένος πανταχόθεν, ἄλοχος ἀμφ. = σύζυγος ἥτις ἐσπάραξεν ἀμφοτέρας αὑτῆς τὰς παρειὰς ἐκ θλίψεως, Ἰλ. Β. 700, Χρησμ. παρ’ Ἡροδ. 6. 77.

English (Autenrieth)

(δρύπτω): with both cheeks torn (from grief), Il. 2.700†.

Greek Monolingual

ἀμφιδρυφής, -ές (Α)
ο σχισμένος και από τις δύο πλευρές, ο ξεσχισμένος από παντού, ο κατασπαραγμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι- + -δρυφής < αρχ. δρύπτω «σχίζω»].

Greek Monotonic

ἀμφιδρῠφής: -ές (δρύπτω), έχοντας σχισμένα και τα δύο μάγουλα κατά τη διάρκεια θρήνου, σε Ομήρ. Ιλ.

Middle Liddell

δρύπτω
having torn both cheeks, in grief, Il.