ἀνάσκητος
Ἡ γλῶσσ' ἁμαρτάνουσα τἀληθῆ λέγει → Inesse linquae veritas lapsae solet → Die Zunge, wenn sie in die Irre geht, spricht wahr
English (LSJ)
ἀνάσκητον, unpractised, unexercised, X.Cyr.8.8.24, Plb.1.61.4, Onos.10.3, Plu.Cam.18, etc. Adv. ἀνασκήτως Id.2.112e.
Spanish (DGE)
-ον
1 no ejercitado, no entrenado ἡνίοχοι X.Cyr.8.8.24, στρατόπεδα Plb.3.70.10, πληρώματα Plb.1.61.4, ὁπλῖται Plu.Cam.18
•no ejercitado, no llevado a la práctica μ[έ] θ[ο] δος Phld.Rh.p.85Aur., Clem.Al.QDS 4, Origenes Comm.in 1Cor.7.8
•c. gen. οἱ ἀ. τῆς τάξεως Onas.10.3.
2 adv. -ως sin ejercitarse, sin práctica διακείμενοι Plu.2.112d.
German (Pape)
[Seite 207] ungeübt, dem ἠσκηκώς entgegengesetzt, Xen. Cyr. 8, 8, 24; πρὸς τύχην Plut. Sol. 7. – Adv., Plut. Cons. Apoll. p. 345.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
non exercé, non préparé.
Étymologie: ἀ, ἀσκέω.
Russian (Dvoretsky)
ἀνάσκητος: необученный, неопытный Xen., Polyb., Plut.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνάσκητος: -ον, (ἀσκέω) ὁ μὴ ἠσκημένος, ὁ ἀγύμναστος, Ξεν. Κύρ. 8. 8, 24, Πολύβ., κτλ. ― Ἐπίρρ. -τως Πλούτ. 2. 112D.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀνάσκητος, -ον)
αυτός που δεν ασκείται, αγύμναστος
νεοελλ.
αυτός που δεν ασκήθηκε, (δικαίωμα) του οποίου δεν έγινε χρήση.
Greek Monotonic
ἀνάσκητος: -ον (ἀσκέω), αγύμναστος, μη εξασκημένος, σε Ξεν.
Middle Liddell
ἀσκέω
unpractised, unexercised, Xen.