ἀνάσκητος

From LSJ

Ἡ γλῶσσ' ἁμαρτάνουσα τἀληθῆ λέγει → Inesse linquae veritas lapsae solet → Die Zunge, wenn sie in die Irre geht, spricht wahr

Menander, Monostichoi, 228
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνάσκητος Medium diacritics: ἀνάσκητος Low diacritics: ανάσκητος Capitals: ΑΝΑΣΚΗΤΟΣ
Transliteration A: anáskētos Transliteration B: anaskētos Transliteration C: anaskitos Beta Code: a)na/skhtos

English (LSJ)

ἀνάσκητον, unpractised, unexercised, X.Cyr.8.8.24, Plb.1.61.4, Onos.10.3, Plu.Cam.18, etc. Adv. ἀνασκήτως Id.2.112e.

Spanish (DGE)

-ον
1 no ejercitado, no entrenado ἡνίοχοι X.Cyr.8.8.24, στρατόπεδα Plb.3.70.10, πληρώματα Plb.1.61.4, ὁπλῖται Plu.Cam.18
no ejercitado, no llevado a la práctica μ[έ] θ[ο] δος Phld.Rh.p.85Aur., Clem.Al.QDS 4, Origenes Comm.in 1Cor.7.8
c. gen. οἱ ἀ. τῆς τάξεως Onas.10.3.
2 adv. -ως sin ejercitarse, sin práctica διακείμενοι Plu.2.112d.

German (Pape)

[Seite 207] ungeübt, dem ἠσκηκώς entgegengesetzt, Xen. Cyr. 8, 8, 24; πρὸς τύχην Plut. Sol. 7. – Adv., Plut. Cons. Apoll. p. 345.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
non exercé, non préparé.
Étymologie: , ἀσκέω.

Russian (Dvoretsky)

ἀνάσκητος: необученный, неопытный Xen., Polyb., Plut.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνάσκητος: -ον, (ἀσκέω) ὁ μὴ ἠσκημένος, ὁ ἀγύμναστος, Ξεν. Κύρ. 8. 8, 24, Πολύβ., κτλ. ― Ἐπίρρ. -τως Πλούτ. 2. 112D.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀνάσκητος, -ον)
αυτός που δεν ασκείται, αγύμναστος
νεοελλ.
αυτός που δεν ασκήθηκε, (δικαίωμα) του οποίου δεν έγινε χρήση.

Greek Monotonic

ἀνάσκητος: -ον (ἀσκέω), αγύμναστος, μη εξασκημένος, σε Ξεν.

Middle Liddell

ἀσκέω
unpractised, unexercised, Xen.