ἀνέμπτωτος

From LSJ

καὶ οὐκ ἐκδικᾶταί σου ἡ χείρ, καὶ οὐ μηνιεῖς τοῖς υἱοῖς τοῦ λαοῦ σου καὶ ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν· ἐγώ εἰμι κύριος. Τὸν νόμον μου φυλάξεσθε → Let your hand not seek vengeance; do not show wrath toward the children of your people; love your neighbor as yourself. I am the Lord! Keep my Torah! (Leviticus 19:18f. LXX)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνέμπτωτος Medium diacritics: ἀνέμπτωτος Low diacritics: ανέμπτωτος Capitals: ΑΝΕΜΠΤΩΤΟΣ
Transliteration A: anémptōtos Transliteration B: anemptōtos Transliteration C: anemptotos Beta Code: a)ne/mptwtos

English (LSJ)

ἀνέμπτωτον, not falling into, εἰς λύπας Pl. Def.412c: abs., D.L.7.117.

Spanish (DGE)

-ον
1 inconmovible ἀπαθῆ τὸν σοφόν, διὰ τὸ ἀνέμπτωτον εἶναι Chrysipp.Stoic.3.109.
2 que no cae εἰς λύπας Pl.Def.412c.

German (Pape)

[Seite 223] nicht hinein geratend, fallend, εἴς τι, Plat. Def. 412 c; Diog. L.

Russian (Dvoretsky)

ἀνέμπτωτος: не впадающий: ἀ. εἰς λύπας Plat. не подверженный печали.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνέμπτωτος: -ον, ὁ μὴ περιπίπτων εἴς τι, ἀλυπία ἕξις, καθ’ ἣν ἀνέμπτωτοί ἐσμεν εἰς λύπας Πλατ. Ὅροι 412C, πρβλ. Διογ. Λ. 7. 117. - Ἐπιρρ. -τως Θ. Στουδ. σ. 1460, ἔκδ. Μί.

Greek Monolingual

ἀνέμπτωτος, -ον (Α)
εκείνος που δεν πέφτει μέσα σε κάτι «ἀνέμπτωτοί ἐσμεν εἰς λύπας».
[ΕΤΥΜΟΛ. < αν- στερ. + έμπτωτος (< εμπίπτω) «επιρρεπής»].