ἀναίθω
English (LSJ)
A light up, set on fire, E.Cyc.331; τὸν Ἅλιον αὐτόν Mosch.1.23:—Pass., to be inflamed, Opp.C.2.188: metaph. of anger, Max. Tyr.24.9.
II blaze up, ἀνῇθον.. λαμπτῆρες A.Ch.536(Sch.).
Spanish (DGE)
1 encender, prender πῦρ E.Cyc.331, τὸν ἅλιον αὐτόν Mosch.1.23
•v. med. encenderse πολλοὶ δ' ἀνῄθοντ' ... λαμπτῆρες ἐν δόμοισι A.Ch.536, χλωροῖσι κορμοῖς ἀνδράχλης ἀναίθεται S.Fr.823.
2 v. med. estar inflamado fig. θυμὸς ποτὶ λέκτρον ἀναιθόμενος Opp.C.2.188, cf. Max.Tyr.18.9.
German (Pape)
[Seite 189] anzünden, πῦρ Eur. Cycl. 330; zur Liebe entflammen, Mosch. 1, 23, u. sp. D., z. B. θυμὸς ἀναιθόμενος, entflammter Muth, Opp. C. 2, 187.
French (Bailly abrégé)
impf. ἀνῇθον;
allumer, enflammer ; Pass. brûler.
Étymologie: ἀνά, αἴθω.
Russian (Dvoretsky)
ἀναίθω: (только praes. и impf. ἀνῇθον)
1 зажигать, разводить (πῦρ Eur.);
2 зажигаться, загораться (ἀνῇθον λαμπτῆρες Aesch.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀναίθω: ἀνάπτω, ἀναφλέγω, Εὐρ. Κύκλ. 331˙ κινῶ εἰς θερμὴν ἀγάπην, Μόσχ. 1. 23: - Παθ., ἀναφλέγομαι, Ὀππ. Κ. 2. 188. II. ἀναλάμπω, ἀνῄθοντ’ .. λαμπτῆρες Αἰσχύλ. Χο. 536 (ὡς πρέπει νὰ ἀνέγνωσεν ὁ Σχολ. ἀντὶ ἀνῆλθον: διότι ἑρμηνεύει αὐτὸ ἀνέλαμψαν).
Greek Monolingual
ἀναίθω (Α)
1. ανάβω, αναφλέγω
2. λάμπω, φέγγω, λαμποκοπώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀν(α)- + αἴθω.
Greek Monotonic
ἀναίθω: μόνο στον ενεστ. και παρατ.
I. ανάβω, βάζω φωτιά, σε Ευρ.· κινώ σε θερμή αγάπη, σε Μόσχ.
II. αμτβ., αναλάμπω, φλογίζω, σε Αισχύλ.
Middle Liddell
only in pres. and imperf.]
I. to light up, set on fire, Eur.: to inflame to love, Mosch.
II. intr. to blaze up, Aesch.