ἀναμύω
τὸ γὰρ βραχύ τι τοῦτο πᾶσαν ὑμῶν ἔχει τὴν βεβαίωσιν καὶ πεῖραν τῆς γνώμης → this trifle contains the whole seal and trial of your resolution
English (LSJ)
open the eyes, opp. συμμύω, AB391, Hsch.
Spanish (DGE)
gener. abs. abrir los ojos fig. πρὸς Θεόν Cyr.Al.M.69.280A, ὁ νοῦς ... πρὸς ... κάλλος Cyr.Al.M.68.785C, cf. Hsch., AB 391
•c. ac. int. τὴν τυφλότητα quitar la ceguera Cyr.Al.M.73.965A.
German (Pape)
[Seite 198] wieder öffnen, die Augen, VLL.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναμύω: ἀνοίγω τοὺς ὀφθαλμούς μου, ἀναβλέπω, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ συμμύω, Α. Β. 391, «τάχιον ἢ ἀναμύσαι τινά» Εὐστ. Πονημ. σ. 6. 7: - Οὐσιαστ. ἀνάμνυσις, εως, ἡ, τὸ ἄνοιγμα, «ἡ τῶν ὀφθαλμῶν ἀνάμυσις» Εὐστ. Πονημ. σ. 163. 50.
Greek Monolingual
(Α ἀναμύω)
μσν.- νεοελλ.
ανοίγω τα μάτια μου, αναβλέπω
νεοελλ.
αναδίνω βλαστούς, φυτρώνω, βλαστάνω
αρχ.
ανοίγω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα- στερ. + μύω «είμαι κλειστός, κλείνω» (για τα μάτια, για το στόμα κ.λπ.)].