ἀνθοδίαιτος

From LSJ

Μεστὸν κακῶν πέφυκε φορτίον γυνή → Mulier malorum plena semper sarcina est → Die Frau ist eine Last, mit Leiden vollgepackt

Menander, Monostichoi, 334
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνθοδίαιτος Medium diacritics: ἀνθοδίαιτος Low diacritics: ανθοδίαιτος Capitals: ΑΝΘΟΔΙΑΙΤΟΣ
Transliteration A: anthodíaitos Transliteration B: anthodiaitos Transliteration C: anthodiaitos Beta Code: a)nqodi/aitos

English (LSJ)

ἀνθοδίαιτον, living on flowers, μέλισσα AP5.162 (Mel.).

Spanish (DGE)

-ον que se alimenta de flores μέλισσα AP 5.163 (Mel.).

German (Pape)

[Seite 232] μέλισσα, von od. auf Blumen lebend, Mel. 108 (V, 163).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui vit sur les fleurs, qui vit des fleurs.
Étymologie: ἄνθος, δίαιτα.

Russian (Dvoretsky)

ἀνθοδίαιτος: питающийся цветами (μέλισσα Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀνθοδίαιτος: -ον, ἐπίθ. τῆς μελίσσης, ἡ ἐκ τῶν ἀνθέων ἀρυομένη τὴν ἑαυτῆς τροφήν, ἀνθοδίαιτε μέλισσα Ἀνθ. Π. 5. 163.

Greek Monolingual

ἀνθοδίαιτος, ον (Α)
(για τη μέλισσα) αυτή που τριγυρίζει στα άνθη και τρέφεται απ' αυτά.

Greek Monotonic

ἀνθοδίαιτος: -ον (δίαιτα), αυτός που ζει από τα λουλούδια, σε Ανθ.

Middle Liddell

δίαιτα
living on flowers, Anth.