ἀνθοδίαιτος
From LSJ
Μεστὸν κακῶν πέφυκε φορτίον γυνή → Mulier malorum plena semper sarcina est → Die Frau ist eine Last, mit Leiden vollgepackt
English (LSJ)
ἀνθοδίαιτον, living on flowers, μέλισσα AP5.162 (Mel.).
Spanish (DGE)
-ον que se alimenta de flores μέλισσα AP 5.163 (Mel.).
German (Pape)
[Seite 232] μέλισσα, von od. auf Blumen lebend, Mel. 108 (V, 163).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui vit sur les fleurs, qui vit des fleurs.
Étymologie: ἄνθος, δίαιτα.
Russian (Dvoretsky)
ἀνθοδίαιτος: питающийся цветами (μέλισσα Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀνθοδίαιτος: -ον, ἐπίθ. τῆς μελίσσης, ἡ ἐκ τῶν ἀνθέων ἀρυομένη τὴν ἑαυτῆς τροφήν, ἀνθοδίαιτε μέλισσα Ἀνθ. Π. 5. 163.
Greek Monolingual
ἀνθοδίαιτος, ον (Α)
(για τη μέλισσα) αυτή που τριγυρίζει στα άνθη και τρέφεται απ' αυτά.
Greek Monotonic
ἀνθοδίαιτος: -ον (δίαιτα), αυτός που ζει από τα λουλούδια, σε Ανθ.