ἀνομοιότης
Ἐπιλανθάνονται πάντες οἱ παθόντες εὖ → Cunctis memoria est fluxa, quis factum bene est → Vergesslich alle, denen Gutes widerfährt
English (LSJ)
-ητος, ἡ, unlikeness, dissimilarity, Pl.Prm.159e, Plt. 273d, Thphr. CP 1.2.2, Hierocl. in CA26p.481M.: in plural, Pl.Plt. 294, Arist.Po.1448a10.
Spanish (DGE)
-ητος, ἡ
desemejanza, diferencia ὡς ἐκ τῶν ἀνομοιοτήτων ὁμοιότης γένηται μία para que de las desigualdades surja una igualdad Hp.Epid.6.3.12, τὴν ὁμοιότητα τῶν ὄντων καὶ ἀνομοιότητα ἀκριβῶς διειδέναι Pl.Phdr.262a, de las cosas que no son el Uno οὔτε ἔνεστιν ἐν αὐτοῖς ὁμοιότης καὶ ἀνομοιότης Pl.Prm.159e, εἰς τὸν ἀνομοιότητος ἄπειρον ὄντα πόντον en el vasto océano de la desemejanza Pl.Plt.273d, τοῖς ἄκροις πρὸς ἄλληλα πλείστη ἀνομοιότης Arist.EN 1108b33, ἀ. τῶν ἠθῶν Arist.Oec.1344a18, δεῖ τι ἀνομοιότητος εἶναι τῶν ὑποκειμένων conviene que exista alguna diferencia de los supuestos (sabores), Thphr.CP 6.2.2, ἡ δὲ ἀνομοιότης ἀπειρίᾳ (συγγενής ἐστιν) la desigualdad (está emparentada) con el infinito Hero Def.136.10, ἀνομοιότητος ... πέρας οὐδέν Plu.2.1014d, τῇ δὲ ἀνομοιότητι καὶ τὰ ἐγγὺς ὄντα τοῖς τόποις χωρίζεται Hierocl.in CA 26.23.
French (Bailly abrégé)
ητος (ἡ) :
différence.
Étymologie: ἀνόμοιος.
German (Pape)
ητος, ἡ, Unähnlichkeit, Ungleichheit, öfter bei Plat. und sonst; auch plur.
Russian (Dvoretsky)
ἀνομοιότης: ητος ἡ тж. pl. несходство, неодинаковость Plat., Arst., Plut.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνομοιότης: -ητος, ἡ, ἔλλειψις ὁμοιότητος, διαφορά, Πλάτ. Παρμ. 159Ε, καὶ ἀλλαχοῦ˙ μετὰ γεν., αὐτόθι 161Β: - κατὰ πληθ., ὁ αὐτ. Πολιτικ. 294Β, Ἀριστ. Ποιητ. 2. 5.
Greek Monotonic
ἀνομοιότης: -ητος, ἡ (ἀνόμοιος), ανομοιότητα, διαφορά, σε Πλάτ.
Middle Liddell
[from ἀνόμοιος
dissimilarity, Plat.