ἀντιζεύγνυμι
From LSJ
English (LSJ)
annex, e.g. a word in the corresponding clause of a sentence, D.H.Amm.2.11.
Spanish (DGE)
unir, juntar τῷ τε θηλυκῷ γένει τῆς προσηγορίας τὸ θηλυκὸν ἀντέζευξαν μόριον D.H.Amm.2.11 (var.), τῷ παρὰ σοὶ ἐσόπτρῳ τὴν παρ' ἡμῖν ἀλήθειαν ἀ. Meth.Sym.et Ann.M.18.349C.
German (Pape)
[Seite 252] dafür womit verbinden, D. Hal. rhett. p. 800, 7.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντιζεύγνυμι: ἀντιζευγνύω τι τινι, οἱ μὲν γὰρ ἀκολούθως τῇ κοινῇ συνηθείᾳ σχηματίζοντες τὴν φράσιν τῷ τε θυληκῷ γένει τῆς προσηγορίας τὸ θυληκὸν ἀντέζευξαν μόριον Διον. Ἁλ. πρὸς Ἀμμ. 2. σ. 800. 7.
Greek Monolingual
ἀντιζεύγνυμι (Α)
συνδυάζω.