ἀντιθέω
English (LSJ)
A fut. -θεύσομαι Hdt.5.22:—run against another, compete in a race, l.c.
II run contrary ways, AP9.822.
Spanish (DGE)
• Morfología: [jón. fut. part. ἀντιθευσόμενοι Hdt.5.22]
1 competir corriendo, hacer una carrera οἱ ἀντιθευσόμενοι τῶν Ἑλλήνων Hdt.l.c.
2 moverse en sentido inverso de los planetas AP 9.822, Nonn.D.1.498, 38.383.
German (Pape)
[Seite 252] (s. θέω), 1) im Laufen wetteifern mit Einem, τινί, οἱ ἀντιθευσόμενοι Her. 5, 22. – 2) entgegenlaufen, Ep. ad. 372 (IX, 822).
French (Bailly abrégé)
lutter à la course avec, τινι.
Étymologie: ἀντί, θέω.
Russian (Dvoretsky)
ἀντιθέω: (fut. ἀντιθεύσομαι)
1 состязаться в беге (τινι Her.);
2 бежать в разные стороны (ἀντιθέοντες, sc. ζῴδια Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀντιθέω: μέλλ. -θεύσομαι, ἀνταγωνίζομαι εἰς ἀγῶνα δρόμου, ἀγωνίζομαι στάδιον, οἱ ἀντιθευσόμενοι Ἑλλήνων ἐξεῖργόν μιν Ἡρόδ. 5. 22. ΙΙ. τρέχω ἀντιθέτως, τρέχω πρὸς τὸ μέρος ἄλλου τρέχοντος πρὸς τὸ μέρος μου, Ἀνθ. Π. 9. 822.
Greek Monolingual
ἀντιθέω (Α) θέω
1. συναγωνίζομαι σε αγώνα δρόμου
2. τρέχω προς κάποιον που τρέχει προς εμένα.
Greek Monotonic
ἀντιθέω: μέλ. -θεύσομαι,
I. τρέχω ενάντια σε κάποιον, διαγωνίζομαι σε αγώνα δρόμου, σε Ηρόδ.
III. τρέχω σε αντίθετες κατευθύνσεις, σε Ανθ.
Middle Liddell
I. to run against another, compete in a race, Hdt.
II. to run contrary ways, Anth.