ἀντιλογέω

From LSJ

ἑρμηνεία διὰ τῆς ὀνομασίας → expression by means of language

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀντιλογέω Medium diacritics: ἀντιλογέω Low diacritics: αντιλογέω Capitals: ΑΝΤΙΛΟΓΕΩ
Transliteration A: antilogéō Transliteration B: antilogeō Transliteration C: antilogeo Beta Code: a)ntiloge/w

English (LSJ)

A = ἀντιλέγω, deny, S.Ant.377 (lyr.).
2 = ἀντιλέγω3, Ar.Nu.321,al.:—in Med., Democr.85, Antipho Soph.98.

Spanish (DGE)

• Morfología: [part. jón. ἀντιλογεόμενος Democr.B 85]
1 oponerse c. dat. ἑτέρῳ λόγῳ oponerse a otro argumento Ar.Nu.321
c. περί y gen. oponerse περὶ τῆς πάσης ... βασιλείας ... τῆς ἡμετέρας Ar.V.546
c. or. de inf. negar πῶς εἰδὼς ἀντιλογήσω τήνδ' οὐκ εἶναι παῖδ' Ἀντιγόνην; S.Ant.377.
2 en v. med., abs. discutir, disputar ὁ ἀντιλογεόμενος καὶ πολλὰ λεσχηνευόμενος Democr.l.c., cf. Antipho Soph.B 98.

German (Pape)

[Seite 255] = ἀντιλέγω, Soph. Ant. 374; Ar. Nubb. 320 u. öfter.

French (Bailly abrégé)

ἀντιλογῶ :
c. ἀντιλέγω.

Russian (Dvoretsky)

ἀντιλογέω: Soph., Arph. = ἀντιλέγω.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντιλογέω: μέλλ. -ήσω, = ἀντιλέγω, ἀρνοῦμαι, πῶς εἰδὼς ἀντιλογήσω τήνδ’ οὐκ εἶναι παῖδ’ Ἀντιγόνην Σοφ. Ἀντ. 377. 2) = ἀντιλέγω 3· ἑτέρῳ λόγῳ ἀντιλογῆσαι Ἀριστοφ. Νεφ. 322: ― ἐν μέσ. τύπ., Ἀντιφῶν παρὰ Πολυδ. Β, 120.

Greek Monotonic

ἀντιλογέω: μέλ. -ήσω,
1. = ἀντιλέγω, αρνούμαι, σε Σοφ.
2. = ἀντιλέγω, γʹ, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

1. =ἀντιλέγω to deny, Soph.
2. = ἀντ. λέγω 3, Ar.