Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

σεντίνα

From LSJ

Εὐχῆς δικαίας οὐκ ἀνήκοος θεός → Numquam deus surdescit ad iustas preces → Der angemessnen Bitte öffnet Gott sein Ohr

Menander, Monostichoi, 146

Greek Monolingual

η, Ν
1. ναυτ. α) το εσωτερικό κατώτερο μέρος του σκάφους, από την καρίνα μέχρι το χαμηλότερο δάπεδο, μέσα στο οποίο συγκεντρώνονται τα νερά που προέρχονται από τη διαρροή και την εφίδρωση του σκάφους, καθώς και τα νερά και τα υγρά διαρροής από το μηχανοστάσιο, αλλ. υδροσυλλέκτης και άντλος
β) συνεκδ. τα ίδια τα ακάθαρτα νερά που συγκεντρώνονται στο μέρος αυτό του πλοίου
2. μτφ. α) άνθρωπος της κατώτερης υποστάθμης
β) όχλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. sentina].