ἀνόρεος
From LSJ
Ἐχθροῦ παρ' ἀνδρὸς οὐδέν ἐστι χρήσιμον → Inimicus homo nil umquam praestat utile → Von einem Feind kommt niemals etwas Nützliches
English (LSJ)
[ᾱ], α, ον, (ἀνήρ) = ἀνδρεῖος, πόλεμος S.Fr.436.
Spanish (DGE)
-α, -ον propio de héroes πόλεμος S.Fr.436.
German (Pape)
[Seite 241] (ἀνήρ), mannhaft, Soph. frg. 384.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνόρεος: [ᾱ], -α, -ον, (ἀνὴρ) = ἀνδρεῖος, Σοφ. Ἀποσπ. 384: ― ἀνορέα, Δωρ. ἀντὶ ἠνορέη.
Greek Monolingual
ἀνόρεος, -α, -ον (Α)
ανδρικός, ανδρείος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηνορέη (δωρ. ανορέα, αιολ. ᾱνορέα < ανορία < ανήρ), ποιητ. τ. αντί ανδρεία].