ἀνύβριστος
Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt
English (LSJ)
ἀνύβριστον,
A not insulted, PRyl.117.26 (iii A.D.); τελευτή Plu.Pel.9, cf. Luc.18. Adv. ἀνυβρίστως Ps.-Phoc.157.
II Act., not insulting, decorous, παιδιαί Plu.Sert.26; σκῶμμα Id.2.46c; τὸ ἀνύβριστον τοῦ βίου 92d: Sup., D.Chr.3.98. Adv. ἀνυβρίστως = without violence, without suffering violence, without insult Democr.73.
Spanish (DGE)
-ον
I 1que está libre de ultraje de pers. SB 11012.2.2 (I d.C.), Plu.Luc.18, PWürzb.9.57, 69 (II d.C.), D.C.Epit.9.13.5, PStras.172.8 (IV d.C.), τελευτή Plu.Pel.9, ὁ ἔνδον δαίμων M.Ant.2.17, σῶμα PSI 807.24 (III d.C.), de una propiedad PRyl.117.26.
2 que no produce ultraje, decoroso παιδιαί Plu.Sert.26, σκῶμμα Plu.2.46c, ὁ σοφός Chrysipp.Stoic.3.152, ταῦτα ἥδιστα καὶ ἀνυβριστότατα ... γίγνεται D.Chr.3.98.
3 subst. τὸ ἀνύβριστον = carencia de ultraje I.AI 17.308, τὸ ἀνύβριστον τοῦ βίου Plu.2.92d.
II adv. ἀνυβρίστως
1 sin violencia ὡς ἀνυβρίστως ἀνὰ δηὖτε βασσαρήσω Anacr.33.5.
2 sin arrogancia ἀ. ἐφίεσθαι τῶν καλῶν Democr.B 73, ἀ. ἀγαλλιώμενος Herm.Sim.1.6
•con moderación φαγεῖν ἀ. Ps.Phoc.157.
German (Pape)
[Seite 265] 1) unbeschimpft, Phocyl. 145; Plut. – 2) nicht verhöhnend, ohne Frechheit, παιδιαί, Scherze, die nicht beschimpfen, Plut. Sert. 26. – Adv. ἀνυβρίστως, Democrit. bei Stob.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 non outragé;
2 non grossier.
Étymologie: ἀ, ὑβρίζω.
Russian (Dvoretsky)
ἀνύβριστος:
1 безобидный, неоскорбительный (σκῶμμα, παιδιαί Plut.);
2 неопозоренный, незапятнанный (τελευτή Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀνύβριστος: -ον, ὁ μὴ ὑβρισθείς, Ψευδο-Φωκυλ. 145· τελευτὴ Πλουτ. Πελοπ. 9. ΙΙ. ἐνεργ., ὁ μὴ ὑβρίζων, οὐχὶ παράφορος, εὐπρεπής, παιδιαὶ ὁ αὐτ. Σερτ. 26· σκῶμμα ὁ αὐτ. 2. 46C· τὸ ἀν. τοῦ βίου 92Ε. - Ἐπίρρ. ἀνυβρίστως Δημόκρ. παρὰ Στοβ. σ. 72, 34.
Greek Monolingual
ἀνύβριστος, -ον (AM)
αυτός που δεν υβρίζεται ή δεν πρέπει να υβρίζεται («ἀνύβριστος τελευτή», Πλουτ.
«...ἐμίανας τὰ ἱερὰ τοῦ ναοῦ σκεύη καὶ ὕβρισας τὰ ἀνύβριστα», Μανασσής)
αρχ.
όποιος δεν είναι υβριστικός.
Greek Monotonic
ἀνύβριστος: -ον (ὑβρίζω),
I. μη προσβεβλημένος, σε Πλούτ.
II. Ενεργ., μη παράφορος, ευπρεπής, στον ίδ.
Middle Liddell
ὑβρίζω
I. not insulted, Plut.
II. act. not insolent, decorous, Plut.