ἀπεναρίζω

From LSJ

ἐάν μή διδάξητε περί ἀρετὴς τούς τό ἀργύριον κλέψαντας, οὐ ταξόμεθα οἱ ὁπλῖται → if you don't teach those who have stolen money a lesson on moral virtue, we, the hoplites, will not line up

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπενᾰρίζω Medium diacritics: ἀπεναρίζω Low diacritics: απεναρίζω Capitals: ΑΠΕΝΑΡΙΖΩ
Transliteration A: apenarízō Transliteration B: apenarizō Transliteration C: apenarizo Beta Code: a)penari/zw

English (LSJ)

(ἔναρα) strip of arms, c. dupl. acc., τοὺς ἐνάριζον ἀπ' ἔντεα Il.12.195, 15.343.

Spanish (DGE)

(ἀπενᾰρίζω)
matar y expoliar c. anastrofe c. dos ac. τοὺς ἐνάριζον ἀπ' ἔντεα Il.12.195, 15.343
en v. pas. ἀπηναρίσθη Ῥῆσος Hippon.68.7.

German (Pape)

[Seite 286] der Waffen berauben, Il. 12, 195. 15, 543 τοὺς ἐνάριζον ἀπ' ἔντεα.

French (Bailly abrégé)

dépouiller.
Étymologie: ἀπό, ἐναρίζω.

Russian (Dvoretsky)

ἀπεναρίζω: снимать доспехи (τοὺς ἐνάριζον ἀπ᾽ ἔντεα Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀπενᾰρίζω: μέλλ. -ίξω, (ἔναρα) ἀπογυμνῶ τῶν ὅπλων, σκυλεύω, ἀφαιρῶ, ὄφρ’ οἱ τοὺς ἐνάριζον ἀπ’ ἔντεα μαρμαίροντα, «ὅτε δ’ οὗτοι αὐτοὺς ἀφῃροῦντο τὰ λαμπρὰ ὅπλα» (μετάφρ. Γαζῆ), Ἰλ. Μ. 195, Ο. 343.

Greek Monolingual

ἀπεναρίζω (Α) εναρίζω
αφαιρώ τα όπλα από τον σκοτωμένο αντίπαλο, σκυλεύω.

Greek Monotonic

ἀπενᾰρίζω: μέλ. -ίξω (ἔναρα), απογυμνώνω κάποιον από τα όπλα του, αποστερώ κάποιον από κάτι, με διπλ. αιτ., σε Ομήρ. Ιλ.

Middle Liddell

ἔναρα
to strip one of arms, despoil one of a thing, c. dupl. acc., Il.