ἐναρίζω
οὗτος ὁ υἱός μου νεκρὸς ἦν καὶ ἀνέζησεν, ἦν ἀπολωλὼς καὶ εὑρέθη → This son of mine was dead and has come back to life. He was lost and he's been found.
English (LSJ)
Il.1.191, etc.: impf. ἠνάριζον A.Ag.1644; Ep. ἐνάριζον (v. infr.): fut. -ίξω (ἐξ-) Il.20.339: aor.Ep. and Lyr. ἐνάριξα 22.323, Pi.N.6.52, later ἠνάριξα Lyc.486, ἠνάρισα AP7.226 (Anacr.):—Med., aor. ἐναρίξατο Opp.C.2.20:—Pass., S.Tr.94 (lyr.): aor. ἠναρίσθην: pf. ἠνάρισμαι (v. κατεναρίζω):—strip a slain foe of his arms (ἔναρα), c. dupl. acc., ἔντεα . . τὰ Πατρόκλοιο βίην ἐνάριξα Il.17.187; ἀλλήλους ἐνάριζον ib.413: hence, slay in fight, Hes.Sc.194: generally, slay, Il.1.191, A. l.c.:—in Pass., νὺξ ἐναριζομένα = when dying, i.e. when yielding to day, S.l.c.; cf. ἐναίοω.
Spanish (DGE)
(ἐνᾰρίζω)
• Morfología: [fut. ind. med. 2a sg. ἐναρίξεαι Orac.Sib.3.468; aor. ind. act. 3a sg. ἠνάρισεν Anacr.191.4, ἐνάριξε(ν) Il.22.323, Pi.N.6.52]
I c. doble ac. de pers. y cosas despojar τὰ (τεύχεα) Πατρόκλοιο βίην ἐνάριξε (armas) de las que despojó al potente Patroclo, Il.l.c., cf. 12.195, 17.187, (μιν) εἵματα πάντ' ἐναρίξας Opp.H.2.416.
II c. ac. de pers.
1 matar Ἀτρεΐδην Il.1.191, ἀλλήλους ἐνάριζον Il.17.413, Τρῶας Il.21.224, ὡς εἰ ζωοὺς ἐναρίζων como si matara a figuras vivientes representadas en el escudo de Heracles, Hes.Sc.194, οὔ τινα γὰρ τοιόνδε νέων ... Ἄρης ἠνάρισεν Anacr.l.c., τὸν ἄνδρα τόνδ' A.A.1644, υἱὸν ... ἐνάριξεν Ἀόος Pi.l.c., cf. A.R.1.1041, Lyc.486, φῶτας Opp.C.2.20, cf. Orac.Sib.5.133, en v. pas. ἐναριζ[ομέν] ων ... φώτων [αἵμα] τι B.13.151
•en v. med., mismo sent. Orac.Sib.3.468.
2 c. ac. de colect. aniquilar δήια φῦλα καὶ Πριάμοιο πόληα ... ἐναρίξαι aniquilar los batallones enemigos y la ciudad de Príamo Q.S.7.694.
III en v. med.-pas. extinguirse νὺξ ἐναριζομένα τίκτει ... Ἅλιον S.Tr.94.
German (Pape)
[Seite 829] fut. ἐναρίξω, aor. ἐνάριξα Il. 17, 187, ἐνάριξον Soph. O. C. 1733, ἠνάρισεν Anacr. ep. 13 (VII, 226); eigentlich nur = dem im Kampfe getödteten Feinde die Rüstung ( ἔναρα) abnehmen; sodann allgemeiner (katachrestisch) = tödten. Daß nicht letzteres die Grundbedeutung ist, sondern ersteres, erhellt z. B. aus Iliad. 17, 187 ἔντεα καλά, τὰ Πατρόκλοιο βίην ἐνάριξα κατακτάς. Vgl. Iliad. 1, 191. 11, 337. 16, 731. Homerische compos. ἀπεναρίζω und ἐξεναρίζω, nachhomerisch κατεναρίζω. Vgl. auch s. v. v. ἔναρα u. ἐναίρω u. Lehrs Aristarch. ed. 2 p. 145. – Εἵματα Oppian. H. 2, 416; – τινὰ ἀκμᾷ ἔγχεος Pind. N. 6, 54; Aesch. Ag. 1628 u. sp. D., wie Qu. Sm. 7, 693; – νὺξ ἐναριζομένα, die Nacht, die ihres Sternschmuckes beraubt wird, hinschwindet, Soph. Tr. 94.
French (Bailly abrégé)
impf. ἐνάριζον, f. ἐναρίξω, ao. ἐνάριξα, pf. inus.
1 dépouiller : τινά τι qqn de qch;
2 p. ext. tuer ; fig. νὺξ ἐναριζομένα dor. SOPH nuit qui s'achève.
Étymologie: ἔναρα.
Russian (Dvoretsky)
ἐνᾰρίζω:
1 (тж. ἐ. ἔντεα Hom.) снимать (с убитого) доспехи (τινά Hom.): νὺξ ἐναριζομένα Soph. ночь, звездный наряд которой тускнеет, т. е. уходящая;
2 убивать (преимущ. на войне), умерщвлять (τινά Hes., Pind., Aesch., Anacr.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐνᾰρίζω: Ἰλ.: παρατ. ἠνάριζον Αἰσχύλ. Ἀγ. 1644: μέλλ. - ίζω (ἐξ-) Ἰλ. Υ. 339: ἀόρ. Ἐπ. ἐνάριξα Χ. 323 (πρβλ, ἐξ-, ἐπ-), μεταγν. ἠνάριξα Λυκόφρ. 486, καὶ ἠνάρισα Ἀνθ. Π. 7. 226. ― Μέσσ.: μέλλ. -ίξομαι Χρησμ. Σιβυλλ. 3. 468: ἀόρ. ἐναρίξατο Ὀππ. Κυν. 2. 20. ― Παθ., Σοφ.: ἀόρ. ἠναρίσθην: πρκμ. ἠνάρισμαι (ἴδε κατ-): ― σκυλεύω τὸν ἐχθρὸν ὃν ἐφόνευσα, γυμνῶ αὐτὸν καὶ λαμβάνω ὡς λείαν τὸν ὁπλισμὸν αὐτοῦ, Λατ. spoliare, μετὰ διπλ. αἰτιατ., Ἀχιλῆος ἀμύμονος ἔντεα δύω καλά, τὰ Πατρόκλοιο βίην ἐνάριξα κατακτὰς Ἰλ. Ρ. 187: ἐντεῦθεν, φονεύω ἐν μάχῃ, Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 194 καὶ καθόλου, σφάζω, Ἰλ. Α. 191· καὶ ἀλλήλους ἐνάριζον Ρ. 413: ― Πινδ. Ν. 6. 88, Αἰσχύλ. Αγ. 1644: ἐν τῷ πάθ., νὺξ ἐναριζομένα, ἀποθνήσκουσα, ἤτοι παρερχομένη καὶ ὑποχωροῦσα εἰς τὴν ἡμέραν, Σοφ. Τρ. 94· πρβλ. ἐναίρω.
English (Autenrieth)
(ἔναρα), ipf. ἐνάριζε, aor. ἐνάριξα: strip of armor, despoil; τινά τι, Il. 17.187, Il. 22.323, Μ 1, Il. 15.343; then, usually, slay in battle, kill, Il. 5.155, Il. 16.731, Il. 1.191. (Il.)
English (Slater)
ἐνᾰρίζω slay φαεννᾶς υἱὸν εὖτ' ἐνάριξεν Ἀόος ἀκμᾷ ἔγχεος ζακότοιο (Tricl.: ἐνάριζεν codd.) (N. 6.52)
Greek Monolingual
ἐναρίζω (Α)
1. αφαιρώ τα όπλα του εχθρού που σκοτώθηκε, σκυλεύω
2. σκοτώνω στη μάχη, θανατώνω, σφάζω («ὡσεὶ ζωοὺς ἐναρίζων», Ησίοδ.)
3. παθ. μτφ. χάνω, απογυμνώνομαι από κάτι («αἰόλα νὺξ ἐναριζομένα» — νύχτα που γυμνώνεσαι από τον έναστρο κόσμο σου, Σοφ.).
Greek Monotonic
ἐνᾰρίζω: μέλ. -ίξω, αόρ. αʹ ἠνάριξα, Επικ. ἐνάριξα· Παθ., αόρ. αʹ ἠναρίσθην, παρακ. ἠνάρισμαι· απογυμνώνω το σκοτωμένο αντίπαλό μου από τα όπλα του (ἔναρα), Λατ. spoliare, ἔντεα ἐν. τινά, σε Ομήρ. Ιλ.· απ' όπου, σκοτώνω στη μάχη, και γενικά, σφαγιάζω, σφάζω, αφανίζω, στο ίδ., σε Αισχύλ. — Παθ., νὺξ ἐναριζομένα, νύχτα που έσβηνε, δηλ. που υποχωρούσε, παραδίνονταν, υποτάσσονταν στη μέρα, σε Σοφ.
Middle Liddell
ἔναρα
to strip a slain foe of his arms (ἔναρα), Lat. spoliare, ἔντεα ἐν, τινά Il.:— hence, to slay in fight, and, generally, to slay, Il., Aesch.:—Pass., νὺξ ἐναριζομένα night when dying, i. e. when yielding to day, Soph.