ἀποθερίζω
Οὐκ ἔστι σιγᾶν αἰσχρόν, ἀλλ' εἰκῆ λαλεῖν → Silere non est turpe, sed frustra loqui → nicht Schweigen schändet, sondern Schwätzen auf gut Glück
English (LSJ)
poet. aor. ἀπέθρῐσα (also in late Prose, Porph.Abst.2.10):—cut off, ἶνας μεδέων ἀπέθρισεν Archil.138; ἄκρας ὡς ἀπέθρισεν κόμας E.Or.128, cf. Hel.1188, AP6.107 (Phil.), etc.; καυλόν Dsc.3.70; of persons, μνηστῆρας Nonn. D. 48.96; regul. form -θέρισα in Ael.NA1.5, Apollod.1.9.22; ἀπεθέρισα τοὺς προφήτας σου LXX Ho.6.6(5):—Med., aor. ἀπεθρισάμην AP5.236 (Agath.); ἀποθρίξασθαι, of the tonsure of monks, Procop.Arc.1, al., perhaps from a mistaken etymology, cf. ἀποθρίξαντες τὴν χαίτην Ael. ap. Ar.Byz.Epit.149.13.
Spanish (DGE)
1 cortar τὰ ἄκρα τῆς οὐρᾶς Apollod.1.9.22 (var.)
•tonsurar Cyr.S.V.Euthym.3 (p.10.20).
2 matar, destruir c. ac. de pers. ἀπεθέρισα τοὺς προφήτας LXX Os.6.5, πάντας ἀποθερίζειν τοὺς ἐπάνω τοῦ τείχους ἑστῶτας Apollod.Poliorc.172.14; cf. ἀποθρίζω.
German (Pape)
[Seite 303] abmähen, ἀποθερίσαι Ael. H. N. 1, 5, s. ἀποθρίζω.
French (Bailly abrégé)
moissonner, couper, abattre.
Étymologie: ἀπό, θερίζω.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποθερίζω: ποιητ. ἀόρ. ἀπέθρῐσα: ― ἀποκόπτω, ἄκρας ὡς ἀπέθρισεν τρίχας Εὐρ. Ὀρ. 128, πρβλ. Ἑλ. 1188· οὕτως ἐν Ἀρχιλ. 127 ἴνας μεδέων ἀπέθρισεν καὶ συχν. ἐν τῇ Ἀνθολ.: ὁ κανονικὸς τύπος -θέρισα ἐν Αἰλ. περὶ Ζ. 1. 5· ἀπεθέρισα τοὺς προφήτας σου Ἑβδ. (Ὡσηὲ ϛ΄, 6). - Μέσ., ἀόρ. ἀπεθρισάμην, Ἀνθ. Π. 5. 137· ἀποθρίξασθαι, ἐπὶ τῆς κουρᾶς τῶν μοναχῶν, Προκόπ. Ἱστ. 48D, κτλ. (ἴσως ἐξ ἐσφαλμένης ἐτυμολογίας, πρβλ. ἀπόθριξις).
Greek Monolingual
(AM ἀποθερίζω)
νεοελλ.
ολοκληρώνω, τελειώνω το θέρισμα
μσν.
(αόρ. ἀπέθριξα, μέσ. ἀποθρίξασθαι
κουρεύω σύρριζα, κείρω μοναχό, κουρεύω για να περιβληθεί το μοναχικό σχήμα
(αρχ)
1. αποκόπτω
2. θερίζω, σκοτώνω.
Greek Monotonic
ἀποθερίζω: ποιητ. αορ. αʹ ἀπ-έθρῐσα, αποκόπτω, κόμας, σε Ευρ.