ἀποκήρυκτος
κρείσσων γὰρ ἦσθα μηκέτ' ὢν ἢ ζῶν τυφλός → thou wert better not alive, than living blind | you were better not alive, than living blind
English (LSJ)
ἀποκήρυκτον,
A publicly renounced:
1 of a son, disinherited, disowned, Theopomp.Hist.309, Poll.4.93, Luc.Icar.14, Hermog.Stat.
Spanish (DGE)
-ον
1 desheredado de un hijo, Theopomp.Hist.339, Poll.4.93, Luc.Icar.14, Hermog.Stat.15, Hsch.
2 de pecadores proscrito τῆς βασιλείας τοῦ θεοῦ Clem.Al.Strom.3.18.109
•excomulgado ἀποκηρύκτους αὐτοὺς πεποιῆσθαι Gr.Naz.M.37.200A.
German (Pape)
[Seite 306] ὁ, der enterbte Sohn, von dem sich der Vater öffentlich losgesagt, Suid.; Luc. Icarom. 14; nach Poll. 4, 93 zuerst von Theopomp. gebraucht, vgl. Moeris. Bei K. S. der aus der Gemeinde Gestoßene, Excommunicirte.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui est l'objet d'une proclamation publique de déshérence.
Étymologie: ἀποκηρύσσω.
Russian (Dvoretsky)
ἀποκήρυκτος: публично отвергнутый, лишенный наследства (отцом) (νόθος καὶ ἀ. Luc.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀποκήρυκτος: -ον, ὁ δημοσίᾳ ἀποκηρυχθείς, 1) ἐπὶ υἱοῦ, ἀποκληρωθείς, ἀποβληθείς, Θεοπόμπ. Ἱστορ. 333, πρβλ. Πολυδ. Δ΄, 93, Λουκ. Ἰκαρομ. 14. 2) παρ’ Ἐκκλ., ὁ ἀποκλεισθεὶς τῆς ἐκκλησίας, ἀφωρισμένος, Κλήμ. Ἀλ. 562.
Greek Monolingual
ἀποκήρυκτος, -ον (AM)
αυτός που έχει αφοριστεί από την Εκκλησία
αρχ.
1. όποιος έχει αποκηρυχθεί δημόσια
2. (για κληρονόμο) εκείνος που έχει αποκληρωθεί.
Greek Monotonic
ἀποκήρυκτος: -ον, γιος που έχει αποκληρωθεί με δημόσια αποκήρυξη του πατέρα του, σε Λουκ.
Middle Liddell
[from ἀποκηρύσσω
disinherited, Luc.