ἀπολευκαίνω
οὕτως καὶ ἡ πίστις, ἐὰν μὴ ἔχῃ ἔργα, νεκρά ἐστιν καθ' ἑαυτήν → so even the Faith, if it does not have deeds, and is on its own, is dead | the Faith without works is dead
English (LSJ)
make all white, Hp.Prorrh.2.20; τὸν ἀέρα Plu.Eum. 16:—Pass., to be all white or become all white, Arist.Fr.350, Archig. ap. Orib.44.26.1.
Spanish (DGE)
1 poner blanco, emblanquecer τοῦ μέλανος μόριόν τι una parte del negro (del ojo) Hp.Prorrh.2.20, τὸν ἀέρα Plu.Eum.16
•en v. med. ponerse blanco de animales, Arist.Fr.350, del color rojo, Archig. en Orib.44.23.1.
2 poner en claro, explicar τοὺς τῆς ἀνακεφαλαιώσεως τρόπους Cyr.Al.M.74.273B.
German (Pape)
[Seite 311] weiß machen, τὸν ἀέρα, mit Staub, Plut. Eum. 16; pass. weiß werden, Ath. IX. 392 a.
French (Bailly abrégé)
blanchir.
Étymologie: ἀπό, λευκαίνω.
Russian (Dvoretsky)
ἀπολευκαίνω: делать белым (κόνις ἀπολευκαίνουσα τὸν ἀέρα Plut.); pass. белеть Arst., Plut.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπολευκαίνω: καθιστώ τι ὁλόλευκον, «κάτασπρον», Λατ. dealbare, Ἱππ. Προρρ. 102, Πλουτ. Εὐμέν. 16: - Παθ. εἶμαι ἢ γίνομαι λευκός, Ἀριστ. Ἀποσπ. 273. - ὡσαύτως παρὰ Βυζ., ἀπολευκόω.
Greek Monolingual
(Α ἀπολευκαίνω)
καθιστώ κάτι εντελώς λευκό
νεοελλ.
1. πλένω καλά τα ρούχα
2. τελειώνω τη λεύκανση των ρούχων.