ἀποστενόω
ἀμβλύς εἰμι καὶ κατηρτυκὼς κακῶν → I'm jaded and with much experience of evils
English (LSJ)
poet. ἀποστεινόω, restrict, streighten, straiten, Thphr.Ign.54 (Pass.), Alex. Aphr.Pr.1.75; ὄμματα ἀπεστείνωτο Theoc.22.101; τόπος ἀπεστενωμένος D.S.3.37: metaph. in Pass., to be contracted, γνῶσις ἀπεστενωμένη Simp.inPh.18.4; ἐπιχείρησις ἀπεστενωμένη = hampered, Alex.Aphr.in Top.56.3; τὸν τοῦ ἑνὸς ἀπεστενωμένον ἰδιασμόν Dam.Pr.28bis.
Spanish (DGE)
• Alolema(s): jón. ἀποστεινόω Theoc.22.101
1 contraer ἀποστενοῦν τὰ μόρια Alex.Aphr.Pr.1.75
•en v. med. reducirse, contraerse ἀναγκαῖον (τὸ πῦρ) ... ἀποστενοῦσθαι Thphr.Ign.54, ὄμματα ... ἀπεστείνωτο Theoc.l.c., γνῶσις ἀπεστενωμένη Simp.in Ph.18.4, τὸν τοῦ ἑνὸς ἀπεστενωμένον ἰδιασμόν Dam.Pr.28bis, ταύτας (τὰς ἰδιότητας) ... πόρρωθεν ἀποστενουμένας Dam.Pr.59.
2 en v. pas. ser obstaculizado ἀπεστενωμένη ... ἡ ἐπιχείρησις Alex.Aphr.in Top.56.3.
German (Pape)
[Seite 327] verengen, enger machen, Theophr.
French (Bailly abrégé)
ἀποστενῶ :
rétrécir.
Étymologie: ἀπό, στενόω.
Russian (Dvoretsky)
ἀποστενόω: суживать (τόπος ἀπεστενωμένος Diod.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀποστενόω: ποιητ. -στεινόω, στενόω, στενώνω, ἀναγκαῖον τὸ πῦρ ἀποστενοῦσθαι μᾶλλον Θεοφρ. π. Πυρ. 54· ἀπεστείνωτο, γ΄ πληθ. παθ. ὑπερσυντ., Θεόκρ. 22. 101· τόπος ἀπεστενωμένος Διόδ. 3. 37.
Greek Monotonic
ἀποστενόω: ποιητ. -στεινόω, καθιστώ κάτι στενό, περιορίζω, εγκλείω — Παθ., γʹ ενικ. Παθ. παρακ. ἀπεστείνωτο, σε Θεόκρ.
Middle Liddell
to straiten, block up: Pass., 3rd sg. plup. pass. ἀπεστείνωτο Theocr.