ἀπρόσκρουστος
κινδυνεύει μὲν γὰρ ἡμῶν οὐδέτερος οὐδὲν καλὸν κἀγαθὸν εἰδέναι, ἀλλ᾽ οὗτος μὲν οἴεταί τι εἰδέναι οὐκ εἰδώς, ἐγὼ δέ, ὥσπερ οὖν οὐκ οἶδα, οὐδὲ οἴομαι· ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι. → for neither of us appears to know anything great and good; but he fancies he knows something, although he knows nothing; whereas I, as I do not know anything, so I do not fancy I do. In this trifling particular, then, I appear to be wiser than he, because I do not fancy I know what I do not know.
English (LSJ)
ἀπρόσκρουστον,
A free from blows, ἕλκη φυλάττειν ἀ. Hierocl. p.25A.
II not taking offence, πρός τινα Plu. in Hes.65.
Spanish (DGE)
-ον
I 1no producido por un golpe ἕλκη φυλάττομεν ἀπρόσκρουστα Hierocl.p.25.
2 que no causa daño πρὸς αὐτόν Plu.Fr.86
•fig. subst. τὸ ἀ. lo que no daña, lo inofensivo τοῖς ἁμαρτάνουσιν Basil.M.31.985A.
II adv. -ως de forma inofensiva ἀ. εἰς ὑπόμνησιν ἄγει Gr.Nyss.M.46.572A.
German (Pape)
[Seite 339] nicht anstoßend, sich nicht veruneinigend, Procl.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπρόσκρουστος: -ον, ὁ μὴ προσκρούων, Πρόκλ. εἰς Ἡσ. σ.151.
Greek Monolingual
ἀπρόσκρουστος, -ον (Α)
αυτός που δεν προσκρούει κάπου, που δεν αντιμετωπίζει εμπόδια.