ἀφαίρεμα
English (LSJ)
-ατος, τό,
A that which is taken away as the choice part, LXX Ex.35.21, Nu.18.27sq., al., J.AJ14.10.12.
2 tribute, LXX 1 Ma.15.5.
3 deduction, POxy.1731.10 (ii A. D.).
4 coarse grits made from ζέα, Plin.HN18.112.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
1 lo que se aparta como contribución que se ofrenda al templo, ofrenda, hebr. Terumah τὸν βραχίονα τοῦ ἀφαιρέματος LXX Ex.29.27, cf. 28, Le.7.32, 34, ἀ. ἀργύριον καὶ χαλκόν LXX Ex.35.24, ἄρτον ἀ. LXX Nu.15.20, τὰ ἀφαιρέματα ... ὡς σῖτος ἀπὸ ἅλω καὶ ἀ. ἀπὸ ληνοῦ LXX Nu.18.27, τὰ πρὸς τὰς θυσίας ἀφαιρέματα I.AI 14.227, cf. Hsch.
2 descuento, reducción ἀφαιρέμ(ατος) (δρ.) κ POxy.1731.10 (III d.C.).
3 sémola de ζέα Plin.HN 18.112.
4 sent. dud., cierto objeto utilizado en los baños públicos πυέλοις καὶ ἐπιτονείοις καὶ ἀφαιρέμασι καὶ ἄλλοις ἐνχρήζουσι SB 9921.9 (III d.C.)
•sent. dud. en PAmst.79.4 (IV/V d.C.).
German (Pape)
[Seite 406] τό, das Weggenommene, bes. beim Opfer Geweihte, LXX. u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἀφαίρεμα: τό, ὅ,τι ἀφαιρεῖται ὡς τὸ ἐκλεκτότατον μέρος, Ἑβδ. (Ἔξ. λε΄, 22, Ἀριθμ. ιη΄, 27, κἑξ., κ. ἀλλ.). Καθ’ Ἡσύχ. «ἀφαίρημα· ἀνάθημα, δῶρον».
Greek Monolingual
το (Α ἀφαίρεμα) αφαιρώ
νεοελλ.
1. αφαίρεση, απόσπαση
2. λησμοσύνη, αφηρημάδα
αρχ.
1. αυτό που αφαιρείται ως το εκλεκτότερο μέρος από ένα σύνολο, προσφορά, αφιέρωμα
2. φόρος, εισφορά.