ἀϋτμήν
From LSJ
ἀπομυξάμενος, ὦ Δῆμέ, μου πρὸς τὴν κεφαλὴν ἀποψῶ → blow your nose, Demos, and wipe your hand on my head
English (LSJ)
ένος, ὁ, = ἀϋτμή, χέ’ ἀϋτμένα Il.23.765; ἀνέμων ἐπ' ἀϋτμένα χεῦεν Od.3.289.
Spanish (DGE)
-ένος, ὁ
1 respiración, aliento κὰδ δ' ἄρα οἱ κεφαλῆς χέ' ἀϋτμένα δῖος Ὀδυσσεύς Il.23.765.
2 soplo Ζεὺς ... ἀνέμων ἐπ' ἀϋτμένα χεῦε Od.3.289.
German (Pape)
[Seite 396] ένος, ὁ, = vorigem, vom Winde, Od. 3, 289; vom Hauch des Laufenden, Il. 23, 765.
French (Bailly abrégé)
ένος (ὁ) :
souffle du vent.
Étymologie: ἀϋτμή.
Russian (Dvoretsky)
ἀϋτμήν: ένος ὁ Hom. = ἀϋτμή 1 и 2.
Greek (Liddell-Scott)
ἀϋτμήν: -ένος, ὁ, = ἀϋτμή, κὰδ δ’ ἄρα οἱ κεφαλῆς χέ’ ἀϋτμένα δῖος Ὀδυσσεὺς Ἰλ. Ψ. 765˙ ἀνέμων ἐπ’ ἀϋτμένα χεῦεν Ὀδ. Γ. 289.